Μετά την ανάκαμψή της το 2015 από την κρίση των προηγούμενων χρόνων, η κυπριακή Οικονομία συνέχισε να καταγράφει από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ, μέχρι και το 2019, χάρη στις συνεχιζόμενες προσπάθειες της κυβέρνησης για διατήρηση της χρηματοοικονομικής και μακροοικονομικής σταθερότητας, καθώς και για εφαρμογή μίας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με γνώμονα τη δημιουργία και ενίσχυση συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης.
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, γεγονός αποτελεί η διατήρηση μίας σειράς προκλήσεων και διαρθρωτικών αδυναμιών, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται η επίσπευση αλλά και ενίσχυση συντονισμένων προσπαθειών για περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών σταθερότητας, ανταγωνιστικότητας και ανθεκτικότητας της οικονομίας, στα πλαίσια ενός νέου ολοκληρωμένου και μακροχρόνιου μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης.
Στις βασικότερες προκλήσεις, όπως αυτές επισημαίνονται και στις αξιολογήσεις της ΕΕ για την Κύπρο, συμπεριλαμβάνονται το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του ιδιωτικού χρέους, η συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας σε περιορισμένο αριθμό τομέων, οι μεγάλες επενδυτικές ανάγκες στους τομείς της πράσινης οικονομίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού και τα σχετικά χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας..
Σε όλα αυτά έχουν προστεθεί από την αρχή του 2020 και μία σειρά νέων προκλήσεων ως απόρροια της κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19. Τα περιοριστικά μέτρα που επιβεβλημένα έχουν ληφθεί για αντιμετώπιση της υγειονομικής πρωτίστως κρίσης, για προστασία της δημόσιας υγείας, σε συνδυασμό με τα έκτακτα μέτρα στήριξης για αντιμετώπιση των εκτενών κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεών της, επηρέασαν σημαντικά τα δημόσια οικονομικά καθώς και τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές και προτεραιότητες της κυπριακής οικονομίας.
Σημειώνεται ταυτόχρονα ότι σύμφωνα με το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής (2022-2024) η ύπαρξη κινδύνων, οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν το βασικό μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο στηρίζονται οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Από πλευράς εσωτερικού περιβάλλοντος, αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία δύναται να προέλθουν από τις ακόλουθες πηγές:
Κύριο κίνδυνο αποτελεί η τυχόν επέκταση της πανδημίας του κορωνοϊού, με αποτέλεσμα την ανάγκη συνέχισης των περιοριστικών μέτρων, γεγονός που θα επιδεινώσει την οικονομική δραστηριότητα, θα μειώσει τα έσοδα του κράτους με πιθανότητα να πρέπει να υιοθετηθεί νέο πακέτο στήριξης της οικονομίας.
Δεύτερο, οι συνεχιζόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας λόγω του πολύ ψηλού ακόμα ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (παρά τη σημαντική μείωση που έχει επιτευχθεί) και ο κίνδυνος αύξησης τους λόγω της πανδημίας και των συνεπειών της στην οικονομία.
Επιπρόσθετα, δυνητικό κίνδυνο αποτελεί η επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών από το ΓεΣΥ, κυρίως μέσω των ελλειμμάτων του ΟΚΥπΥ, τα οποία δύναται να καλύπτει το κράτος κατά τα πρώτα 5 χρόνια λειτουργίας του, οι εργασίες του οποίου έχουν επιβαρυνθεί ιδιαίτερα λόγω της συνεχιζόμενης πανδημίας.
Σημαντικοί κίνδυνοι, όμως, ελλοχεύουν και από το εξωτερικό περιβάλλον.
Κυριότερο κίνδυνο βραχυπρόθεσμα αποτελεί η τυχόν περαιτέρω εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, ειδικά σε χώρες με τις οποίες η Κύπρος διατηρεί στενή οικονομική σχέση, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία. Μια τέτοια εξέλιξη αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία της Κύπρου, ειδικά μέσω του τομέα του τουρισμού.
Επίσης, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη γύρω περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου καθώς και του μεταναστευτικού προβλήματος, συνεχίζουν να προκαλούν αβεβαιότητα για την πορεία των οικονομιών των χωρών μελών της Ε.Ε., περιλαμβανομένης και της Κύπρου.
Αυτά είναι κάποια από τα «εμπόδια» τα οποία μπορεί να εκτροχιάσουν την Κυπριακή οικονομία και να δημιουργήσουν ένα αρνητικό οικονομικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να χρειάζεται μεγάλη προσοχή από πλευράς της Κυβέρνησης και των κρατικών φορέων.