Ο βομβαρδισμός τριών πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν σήμερα τα ξημερώματα ελληνική ώρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από έναν πρόεδρο που έχτισε την πολιτική του καριέρα στην εναντίωσή του σε πολέμους σε μακρινά μέρη, είναι μία τρομακτική εξέλιξη, με συνέπειες που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αυτήν τη στιγμή.
Ο «ειρηνοποιός» Ντόναλντ Τραμπ, αφού απέτυχε να κάνει τα όπλα να σιγήσουν στη Γάζα και στην Ουκρανία, αποφάσισε να συνδράμει την ισραηλινή επιχείρηση κατά του Ιράν, υιοθετώντας το επιχείρημα, με το καθεστώς αποδυναμωμένο όσο ποτέ, ότι το πρόβλημα του πυρηνικού του προγράμματος θα μπορούσε πλέον να λυθεί με στρατιωτικά μέσα.
Είναι μία λογική που ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 2003 κατά του Ιράκ. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου τότε ήταν από τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές της εισβολής, μιλώντας για τα τεράστια οφέλη που θα είχε για τη Μέση Ανατολή η πτώση του Σαντάμ Χουσέιν. Όπως αποδείχθηκε, ήταν ένας πόλεμος με τραγικές ανθρωπιστικές συνέπειες και ένα στρατηγικό πλήγμα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, με κύριο ωφελούμενο την Τεχεράνη.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, ο οποίος μετά την 7η Οκτωβρίου έχει βαλθεί να αποδείξει ότι η χώρα του μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματά της με τους γείτονές της διά της βίας, έλεγε τα ίδια για το χτύπημα του Ιράν: Ότι οι βόμβες θα φέρουν την ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Σήμερα το πρωί πανηγύριζε και εκθείαζε τον Τραμπ. Στους επόμενους μήνες και χρόνια θα μάθουμε αν ξανά θα διαψευστεί από την ιστορία. Οι πόλεμοι αρχίζουν εύκολα και τελειώνουν δύσκολα. Επιπλέον, όπως είδαμε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, η επιτυχής πρώτη φάση επ’ ουδενί δεν διασφαλίζει τη θετική τελική έκβαση.
Τα ερωτήματα που θα απαντηθούν πιο άμεσα, σχετικά με το τεράστιο ρίσκο που ανέλαβε ο Τραμπ -αγνοώντας, ειρήσθω εν παρόδω, κάθε έννοια διεθνούς Δικαίου- χτυπώντας το Ιράν είναι πόσο μεγάλη ζημιά προκάλεσε στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα (ο ίδιος βιάστηκε να ανακοινώσει την «ολοκληρωτική καταστροφή» του)· τι είδους αντίποινα θα υπάρξουν από τους Ιρανούς· και πώς θα απαντήσει σε αυτά η Ουάσιγκτον. Ειδικότερα, υπενθυμίζουμε ότι υπάρχουν περίπου 40.000 Αμερικανοί στρατιώτες σε βάσεις εντός της εμβέλειας των ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων, ενώ Ιρανοί νομοθέτες μίλησαν την περασμένη εβδομάδα για το ενδεχόμενο η χώρα τους να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ αν δεχθεί αμερικανική επίθεση (από τα Στενά διέρχεται περίπου το 20% της ημερήσιας παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου).
Μεσοπρόθεσμα, αν το ιρανικό καθεστώς δεν πέσει, είναι πολύ πιθανό να επιδιώξει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα σε συνθήκες μεγαλύτερης μυστικότητας, αποσυρόμενο από τη Διεθνή Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών. Ως τότε, η αντίδρασή του, που θα καθοδηγηθεί πάνω από όλα από το ένστικτο επιβίωσής του, θα κρίνει αν οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί ήταν η αρχή του τέλους της τρέχουσας περιόδου αναταραχής στη Μέση Ανατολή που ξεκίνησε την 7η Οκτωβρίου, ή αν εγκαινιάζει μία νέα φάση αυξημένης έντασης, με τις ΗΠΑ πλέον βαθύτατα εμπλεκόμενες.
Επί της ουσίας, σίγουρα δεν ήταν αυτό που ήθελαν οι ψηφοφόροι του Τραμπ -κάτι που ιδεολόγοι του MAGA όπως ο Στιβ Μπάνον, αλλά και ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο ήδη αναδεικνύουν. Επί της διαδικασίας, ο βαθμός συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια του προέδρου και η αποδυνάμωση των μηχανισμών επεξεργασίας πληροφοριών και λήψης αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική, δημιουργούν επιπρόσθετους λόγους ανησυχίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, στη δεύτερη θητεία Τραμπ, αποδεικνύονται μείζον παράγοντας γεωπολιτικής αστάθειας -η οποία πλέον, πέρα από τις ρητορικές βόμβες, διαχέεται και μέσω πραγματικών, βιβλικής καταστροφικής ισχύος.