Σημαντικό ποσό, ύψους πέραν των 13 εκ. ευρώ χαρακτηρίζεται ως μη εισπράξιμο δημόσιο χρήμα, και το οποίο έχει διαγραφεί το 2020, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας
Από το συνολικό ποσό των διαγραφών, ποσό ύψους 13,9 εκ. ευρώ αφορά διαγραφές άνω των €1.000, σύμφωνα με τα στοιχεία για τις διαγραφές στις οποίες προέβη η αρμόδια Τεχνική Επιτροπή Διαγραφών μη εισπράξιμων δημοσίων χρημάτων, αξιών και υλικών.
Αναλυτικότερα, για τα ποσά άνω των 1.000 ευρώ, αφορούν απώλεια εισόδων ύψους €13,8 εκ., διαγραφές υλικών ύψους €99,0 χιλιάδων ευρώ και κλοπές €19,3 χιλιάδες ευρώ.
Απώλειες εσόδων
Αναφορικά με τις απώλειες εσόδων οι σημαντικότερες περιπτώσεις είναι:
Αυτή που αφορά στη Διαγραφή οφειλών ύψους 1,9 εκατομμυρίων. Η εν λόγω Διαγραφή ποσού ύψους €682.553,64 πλέον τόκοι, αντιπροσωπεύει τα εκ δικαστικής αποφάσεως ποσά εισαγωγικού δασμού και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης που οφείλονται στο Τμήμα Τελωνείων, για γεγονότα που επισυνέβησαν κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 1983- 1991, από τον αποβιώσαντα Κ. Γ., για ελλείποντα εμπορεύματα από τα αποθέματα της Γενικής Αποθήκης Αποταμιεύσεως αρ. 5.55 τα οποία δεν έτυχαν τελωνειακής διευθετήσεως. Το Τμήμα Τελωνείων καταχώρησε την Αγωγή Αρ. 110/1993 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε απόφαση, όπως πληρώσει το ποσό των €682.553,64 πλέον τόκο και έξοδα. Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να εντοπιστούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για την εκτέλεση της απόφασης χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού το μοναδικό εισόδημα του Κ. Γ., ήταν η σύνταξη γήρατος που λάμβανε. Ακολούθως η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας ενημέρωσε με επιστολή της ότι Κ. Γ. απεβίωσε στις 23/01/2016. Η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε στο γεγονός ότι το οφειλόμενο ποσό δεν επιδέχεται είσπραξης, αφού αφορά γεγονότα που έγιναν τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 1983-1991 και λόγω του ότι η ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα πωλήθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό με αίτηση αναγκαστικής πώλησης λόγω υποθήκης για λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας και δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο στο όνομα του αποβιώσαντα μετά από σχετική έρευνα που διενήργησε το κτηματολόγιο.
Δεύτερη περίπτωση είναι η Διαγραφή ποσού που αφορά τις χρεώσεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων (ΤΑΥ) προς το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (ΣΥΛ), λόγω της αύξησης της χρέωσης κατανάλωσης νερού από το ΤΑΥ προς τις Τοπικές Αρχές Υδατοπρομήθειας, για την περίοδο από 1/01/2018 – 31/12/2018. Η διαγραφή έγινε λόγω της καθυστέρησης που υπήρξε εκ μέρους της κυβερνητικής πλευράς (Νομική Υπηρεσία) για σχετικό νομοτεχνικό έλεγχο στους Κανονισμούς αύξησης των τελών του ΣΥΛ, σε ότι αφορά την επιβολή τέλους περιβάλλοντος και πόρου, μετά την αντίστοιχη αύξηση των τελών του ΤΑΥ, με τους Κανονισμούς Τελών Ύδατος (ΚΔΠ48/2017). Η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε στο γεγονός ότι η καθυστέρηση δεν δημιουργήθηκε εξ’ υπαιτιότητας του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (ΣΥΛ), το οποίο κατ’ έπεκταση δεν μπορούσε να χρεώσει την ανάλογη αξία νερού προς τους καταναλωτές. Το ποσό ανέρχεται στις 872,9 χιλιάδες ευρώ.
Τρίτη πιο μεγάλη περίπτωση είναι η Διαγραφή ποσού που αφορά τις χρεώσεις που επιβλήθηκαν σε εισαγωγείς ζάχαρης για πλεονάζουσα ποσότητα ζάχαρης το έτος 2005. Η σχετική Διοικητική πράξη ακυρώθηκε με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 84.331 ημερομηνίας 8/02/2018, μετά από Απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε στο γεγονός ότι υπάρχει Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Αρ. Απόφασης 84.331, ημερ. 8/02/2018) μετά από Απόφαση του Δικαστηρίου (ημερ. 21/03/2013), καθώς και για λόγους ίσης μεταχείρισης στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, αφού η ίδια απόφαση εφαρμόστηκε ήδη το 2018 και στις άλλες επηρεαζόμενες εταιρείες. Το ποσό ανέρχεται στις 282,9 χιλιάδες ευρώ.
Επόμενη ηχηρή περίπτωση απώλειας εσόδων για το κράτος ύψους 424,4 χιλιάδων ευρώ αφορά σε Διαγραφή ποσού για οφειλές δεκαέξι (16) πλοίων, τα οποία πωλήθηκαν ή οι πλοιοκτήτριες εταιρείες τους διαλύθηκαν κατά τα έτη 1997-2009 και για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες είσπραξης των οφειλομένων ποσών. Οι ιδιοκτήτριες εταιρείες έχουν διαγραφεί από το Μητρώο του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και ως τούτου είναι αδύνατη η λήψη νομικών μέτρων. Η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε στο γεγονός ότι οι ιδιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων, έχουν διαγραφεί από το Μητρώο που τηρείται από το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, κατά τα έτη 1997–2009 και κατά συνέπεια δεν μπορούν να ληφθούν οποιαδήποτε νομικά μέτρα για την είσπραξη των οφειλομένων ποσών.
Άλλη μια περίπτωση χαμένων εκατομμυρίων είναι και αυτή που αφορά Διαγραφή ποσού από τις Ελληνικές Χημικές Βιομηχανίες Λτδ και αφορούν υποθέσεις της περιόδου 1984 – 1988. Αναλυτικότερα για την εταιρεία Ελληνικές Χημικές Βιομηχανίες Λτδ το ποσό διαγραφής ύψους €6.084.021,09 αφορά δάνεια που δόθηκαν στην εν λόγω εταιρεία, μεταξύ των ετών 1984 – 1987, από την Κυβέρνηση και τα οφειλόμενα ποσά παρουσιάζονται στα βιβλία της Κυβέρνησης ως Προκαταβολές και Χρεώστες . Η εν λόγω εταιρεία έχει εκκαθαριστεί και διαγραφεί από το Μητρώο του Εφόρου στις 2/07/2018 και δεν υπάρχει πιθανότητα να εισπραχθούν τα οφειλόμενα.
Επίσης, ακόμα μια περίπτωση αφορά σε Διαγραφή ποσού για την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ για την περίοδο 1984 – 1988. Σχετικά με την εταιρεία Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ (ΕΜΕ) το ποσό διαγραφής ύψους €1.241.150,11 αφορά ποσό που προήλθε από αποπληρωμή δανείου της εταιρείας από το 1988, προς την Ελληνική Τράπεζα από την Κυβέρνηση ως εγγυητής (€2.839.752,21) και συμψηφισμό της πιο πάνω οφειλής, περιορισμένης στο διπλάσιο του Κεφαλαίου του δανείου (€1.598.602,10) με ενοίκια/αποζημιώσεις που προκλήθηκαν από την Εθνική Φρουρά σε τεμάχια με υποστατικά της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ. Η διαγραφή για την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ είναι άμεσα συνυφασμένη με τις Ελληνικές Χημικές Βιομηχανίες Λτδ, με εκκρεμότητες από τη δεκαετία του 1980, έχουν γίνει οι δέουσες έρευνες και διαβουλεύσεις από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους και λήφθηκε σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Τέλος, τελευταία μεγάλη περίπτωση είναι η Διαγραφή ποσού συνολικού ύψους €1.551.624,18 που αφορά αιτήματα διαγραφής φορολογικών οφειλών 2.090 αποβιωσάντων και αφορούν την περίοδο πριν την 1/01/2012. Οι φορολογικές οφειλές αποβιωσάντων δεν είναι δυνατό να εισπραχθούν από τους κληρονόμους, επειδή οι κληρονόμοι είναι υπόλογοι προς τους οφειλόμενους φόρους του αποβιώσαντα, νοουμένου ότι οι φόροι αυτοί μπορούν να καλυφθούν από την περιουσία που είχε ο αποβιώσας κατά την ημερομηνία του θανάτου του. Αναφορικά με τις φορολογικές οφειλές των αποβιωσάντων που υποβλήθηκαν ενώπιον της Επιτροπής προς διαγραφή, το Τμήμα Φορολογίας ενημέρωσε ότι αφορούσαν περιπτώσεις που δεν εντοπίστηκαν περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Περιουσίας Αποθανόντων Προσώπων (Φορολογικές Διατάξεις) Νόμου αρ. 78(Ι)/2000 (Άρθρο 41 του 9 και Άρθρο 5(3)2 ) και ως εκ τούτου δεν μπορούν να διεκδικηθούν οποιεσδήποτε φορολογικές οφειλές από τους κληρονόμους. Για όλες τις περιπτώσεις διαγραφών, η απόφαση της Επιτροπής βασίστηκε στο γεγονός του ότι δεν εντοπίστηκαν περιουσιακά στοιχεία στα ονόματα των αποβιωσάντων, σύμφωνα με τις διατάξεις της πιο πάνω νομοθεσίας και ως εκ τούτου δεν μπορούν να διεκδικηθούν οποιεσδήποτε φορολογικές οφειλές από τους κληρονόμους των αποβιωσάντων.
Οι περιπτώσεις που αναφέραμε πιο πάνω είναι μόνο αυτές που αφορούν στα μεγαλύτερα ποσά. Δεκάδες ακόμα περιπτώσεις υπάρχουν στο Γενικό Λογιστήριο που καταδεικνύουν ότι για ακόμα μια χρονιά τα χαμένα έσοδα του κράτους είναι πάρα πολλά…