Σε δύο πυλώνες στηρίχθηκαν οι αποφάσεις σύσκεψης στο Προεδρικό Μέγαρο υπό τον Πρόεδρο, Νίκο Αναστασιάδη για το θέμα των προβλημάτων που ο υπερπληθυσμός δημιουργεί στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Μεταναστών «Πουρνάρα». Ο πρώτος Πυλώνας αφορά στους ανήλικους μετανάστες που αυτή τη στιγμή διαμένουν στο «Πουρνάρα» και ο δεύτερος αφορά στους ενήλικους.
Συγκεκριμένα, έχουν ληφθεί συγκεκριμένες αποφάσεις και οι οποίες διαλαμβάνουν ότι για του ενήλικους θα υπάρξει μια προσωρινή μετεξέλιξη του Κέντρου Φιλοξενίας Λίμνες που λειτουργεί στη Μενόγεια, ούτως ώστε να μεταφερθούν αριθμός διαμενόντων από το Πουρνάρα για να μειωθεί ο αριθμός τους. Διευκρίνισε πως το Κέντρο Λίμνες είναι ανοικτό Κέντρο και σήμερα υπάρχει ευχέρεια να φιλοξενηθεί ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών κάτι που θα βοηθήσει στην μετεξέλιξη του Κέντρου, έστω και προσωρινά, ως Κέντρο Πρώτης Φιλοξενίας.
Όσον αφορά τους ανήλικους, είπε πως ο αριθμός ήταν 356 την περασμένη Παρασκευή και έχουν μετακινηθεί 92 άτομα σε ξενοδοχείο στη Λάρνακα που ενοικιάζεται από το Υπουργείο Εσωτερικών για τη φιλοξενία των επαφών από τον COVID. Πρόσθεσε πως θα υπάρξει κατ΄ αντιστοιχία εξεύρεση άλλου χώρου τις επόμενες ώρες, ενδεχομένως εντός της ημέρας, ούτως ώστε να υπάρξει μεταφορά πρόσθετων περίπου 150 ανηλίκων, αυτών δηλαδή που οι διαδικασίες τους είναι προχωρημένες και το υπολειπόμενο κομμάτι των διαδικασιών τους μπορεί να γίνει και σε εξωτερικό χώρο πέραν του Πουρνάρα.
Με αυτές τις αποφάσεις ιδιαίτερα για τους ανήλικους, αναμένεται ο αριθμός να περιοριστεί στους 120 για τον Πουρνάρα, κάτι που είναι μέσα στις δυνατότητες Φιλοξενίας και με τις προδιαγραφές στις λεγόμενες ζώνες ασφαλείας.
Εισροές μεταναστών
Την ίδια στιγμή, ο Υπουργός Εσωτερικών κύριος Νίκος Νουρής ανέφερε πως σε καθημερινή βάση οι εισροές κυμαίνονται από 60 ως 100 άτομα, όλα από την πράσινη γραμμή, βάσει της φυσιογνωμίας των μεταναστευτικών ροών. Σήμερα μεταξύ των 150 παιδιών για παράδειγμα που θα μετακινηθούν, τα 128 είναι Σομαλοί και οι άλλοι 40 από το Κογκό. «Δεν είχαμε τέτοια δημογραφία πριν από 12 μήνες. Είχαμε παιδιά Σύριων, Πακιστανών, Ινδών κ.ο.κ. Τώρα έχει αλλάξει άρδην η μεταναστευτική φυσιογνωμία», είπε.
«Μέχρι σήμερα, μέχρι τις τελευταίες μέρες του Φλεβάρη, είχαμε καταφέρει να επιστρέψουμε για το 2022 γύρω στους 500 παράτυπους μετανάστες των οποίων οι αιτήσεις είχαν απορριφθεί. Το 2021 οι επιστροφές ήταν 2300 που αναλογικά ήταν πολύ ψηλός αριθμός για την Κυπριακή Δημοκρατία σε σχέση με το παρελθόν, όμως πόρρω απέχει από τους αριθμούς που πρέπει να ολοκληρώσουμε ως επιστροφές για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε αυτό τον τεράστιο αριθμό που έχουμε σήμερα στη χώρα», είπε.
Η Έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης
Θα πρέπει χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση να δρομολογηθούν οι διαδικασίες για εντοπισμό ή δημιουργία δομών ή χώρων φιλοξενίας για την χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση μετακίνηση των ασυνόδευτων ανήλικων ή / και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικων από το κέντρο φιλοξενίας «Πουρνάρα», εισηγείται η Επίτροπος Διοίκησης Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη σε Έκθεσή της, σημειώνοντας παράλληλα ότι αυτά τα πρόσωπα δεν θα πρέπει να στερούνται της ελευθερίας τους και να διαβιούν υπό συνθήκες που υποβιβάζουν την αξιοπρέπειά τους και συνιστούν απάνθρωπη μεταχείριση.
Σύμφωνα με την Επίτροπο, η μέγιστη χωρητικότητα του Κέντρου, όπως πληροφορηθήκαμε, ανέρχεται σε 1.200 άτομα και την ημέρα της επίσκεψης φιλοξενούνταν σ’ αυτό 2.280 άτομα, εκ των οποίων 1700-1800 περίπου ήταν άντρες και τα υπόλοιπα πρόσωπα γυναίκες. Από το σύνολο των φιλοξενούμενων στο Κέντρο, 310 ήταν ανήλικοι ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικοι.
Κρύο νερό, λάκκοι αποχετεύσεων που υπερχειλίζουν συνεχώς, όγκος σκουπιδιών
Σύμφωνα με την Έκθεση, «στους χώρους όπου διαμένουν ανήλικοι και οικογένειες, υπάρχουν κτιστά μπάνια και αποχωρητήρια, ενώ στους υπόλοιπους χώρους του Κέντρου έχουν εγκατασταθεί χημικά μπάνια και τουαλέτες».
Εντούτοις, σημειώνεται, «το νερό στα μπάνια είναι κατά κανόνα κρύο, ένεκα του μεγάλου αριθμού προσώπων που τα χρησιμοποιούν, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται επαρκής χρόνος για να ζεσταθεί».
Προστίθεται ότι «οι λάκκοι αποχετεύσεων κατασκευάστηκαν με προδιαγραφές για την εξυπηρέτηση μέχρι και 500 ατόμων, και με την παρουσία πέραν των 2.000 προσώπων υπερχειλίζουν συνεχώς καθιστώντας αναγκαία την καθημερινή προσέλευση στο κέντρο οχήματος για την εκκένωση/καθαρισμό τους».
Αναφέρεται ότι «το εν λόγω πρόβλημα αναμένεται να επιλυθεί με την σύνδεση του Κέντρου με το αποχετευτικό σύστημα της Κοκκινοτριμιθιάς, κάτι που, όπως μας ανέφερε ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει ήδη τροχιοδρομηθεί».
Επίσης, «ένα μεγάλο ζήτημα που, σύμφωνα με τον Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, αντιμετωπίζουν στο Κέντρο, είναι ο μεγάλος όγκος των παραγόμενων σκουπιδιών. Για την απάμβλυνση του προβλήματος, καθημερινά προσέρχεται στο Κέντρο απορριμματοφόρο ενώ έξω από το Κέντρο έχει τοποθετηθεί συμπιεστής σκυβάλων, πλην όμως δεν επαρκούν για την οριστική επίλυσή του». Γίνεται η εισήγηση ότι «θα μπορούσε να συμβάλει η τροχιοδρόμηση της ανακύκλωσης στο Κέντρο, ιδίως των πλαστικών μπουκαλιών νερού που δίδονται στους φιλοξενούμενους».
Οι 50 ημέρες ο μέσος όρος παραμονής των ασυνόδευτων ανηλίκων, κάποιοι πέραν των 100
Όπως αναφέρεται, στο «Πουρνάρα», «υπάρχουν ασυνόδευτοι ανήλικοι ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικοι που διαμένουν στο Κέντρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της ηλικίας τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κάποια εξ αυτών παρότι είναι προδήλως ανήλικα πρόσωπα» και έχουν κριθεί από την Υπηρεσία Ασύλου ως ανήλικα εξακολουθούν να βρίσκονται στο Κέντρο.
Αυτό, σημειώνει η Επίτροπος, «πέραν του ότι δεν συνάδει με το διεθνές νομικό πλαίσιο που αφορά στην προστασία και διαφύλαξη των δικαιωμάτων του παιδιού, στερεί από τους συγκεκριμένους ανήλικους ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικους το ευεργέτημα της αμφιβολίας, στη βάση του οποίου θα πρέπει να γίνεται δεκτή η θέση τους ότι πρόκειται όντως για ανήλικα πρόσωπα και να τυγχάνουν της ανάλογης και αρμόζουσας μεταχείρισης και αντιμετώπισης».
Αναφορά κάνει στη διαφωνία των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας με την εκτίμηση της ηλικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανηλίκων και την αμφισβήτηση των ευρημάτων της Υπηρεσίας Ασύλου, σημειώνοντας ότι αυτό «εκ των πραγμάτων οξύνει τα προβλήματα, αφενός γιατί παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των παιδιών καθότι παρατείνει την αβεβαιότητα και την αγωνία τους, ενώ συνάμα περιορίζει την ελευθερία τους σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, αφετέρου δεν επιλύει το πρόβλημα του υπερπληθυσμού στο Κέντρο».
Αναφέρεται πως σε αρκετές περιπτώσεις, παρότι οι σχετικές διαδικασίες έχουν ολοκληρωθεί, τα παιδιά παραμένουν στο Κέντρο επειδή δεν υπάρχει άλλος κατάλληλος χώρος για να μεταφερθούν με την επισήμανση ότι αυτό «δεν συνάδει με τα διεθνή πρότυπα, βάσει των οποίων τα Κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη φιλοξενία τους σε χώρους που αρμόζουν για την ηλικία τους, όπως κατοικίες και ανάδοχες οικογένειες».
«Ειδικότερα όταν πρόκειται για ασυνόδευτα παιδιά, η παραμονή τους σε κλειστά Κέντρα δεν είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί επειδή είναι ασυνόδευτα ή έχουν χωριστεί από την οικογένειά τους, ούτε επειδή είναι μετανάστες ή εξαιτίας του καθεστώτος διαμονής τους», υπογραμμίζεται.
Προς τούτο, προστίθεται, «όταν δεν είναι δυνατό τα ασυνόδευτα παιδιά να δοθούν σε μέλη της οικογένειας τους που έχουν κατοικία στη χώρα υποδοχής, θα πρέπει να υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις, όπως ιδρύματα φιλοξενίας, τα οποία να καλύπτουν τις ανάγκες για την ορθή σωματική και ψυχική ανάπτυξης, προσβλέποντας στη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντός τους».
Περαιτέρω, αναφέρεται, «για όσο διάστημα τα παιδιά διαβιούν σε κλειστά Κέντρα, θα πρέπει να διασφαλίζεται το δικαίωμα τους στην εκπαίδευση, το οποίο ιδανικά θα πρέπει να παρέχεται εκτός του κέντρου, να τους παρέχεται ελεύθερος χρόνος και παιχνίδι μαζί με άλλα παιδιά και να καταβάλλεται η κάθε δυνατή προσπάθεια και να δίνεται προτεραιότητα στην εξέταση των αιτήσεων τους για άσυλο, για να είναι δυνατή η άμεση μετακίνηση τους σε άλλες μορφές κατάλληλης στέγασης».
Ειδικότερα, σημειώνεται, «θα πρέπει να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των ανήλικων αιτητών ασύλου στο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ η εκπαίδευσή είναι δυνατό να τους παρέχεται και εντός του κέντρου φιλοξενίας. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν θα πρέπει να καθυστερεί πέραν των τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας».
Σύμφωνα με την Επίτροπο «ο μέσος όρος παραμονής των ασυνόδευτων ανηλίκων ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανηλίκων στο Κέντρο είναι, όπως πληροφορηθήκαμε, πενήντα ημέρες. Εντούτοις, κάποιοι εξ αυτών βρίσκονταν στο Κέντρο για διάστημα πέραν των εκατό ημερών, ενώ ένα ασυνόδευτο κορίτσι βρισκόταν στο Κέντρο για έξι μήνες, επειδή ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εκτίμησης της ηλικίας του (age assessment)».
«Με εξαίρεση, όπως μας έχει λεχθεί, τους ασυνόδευτους ανηλίκους από τη Σομαλία των οποίων δεν είναι δυνατή η άμεση διαπίστωση ότι πρόκειται όντως για ανήλικους, οι υπόλοιποι ανήλικοι ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικοι είναι προδήλως και εμφανώς ανήλικα άτομα, η ηλικία των οποίων κυμαίνεται μεταξύ δεκατεσσάρων και δεκαοκτώ ετών», αναφέρεται.
Προστίθεται ότι «από το σύνολο των ασυνόδευτων ανήλικων που φιλοξενούνταν στο Κέντρο κατά το χρόνο της επίσκεψης, είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες για εβδομήντα-ογδόντα εξ αυτών, πλην όμως εξακολουθούσαν να παραμένουν στο Κέντρο επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμος χώρος εκτός του Κέντρου για τη μετακίνησή τους».