Με αφορμή τα γεγονότα των τελευταίων ημερών για επιθετικότητα, παρενόχληση στον εργασιακό χώρο καθώς και άσκηση λεκτικής και ψυχικής βίας, ψάχνουμε τους λόγους πίσω από τις εν λόγω συμπεριφορές. Γιατί κάποιος άνθρωπος μπορεί να δέχεται συνεχή επιθετικότητα; Τι συμβαίνει σε αυτόν τον άνθρωπο και τι συμβαίνει στον θύτη;
«Η βία και η κακοποίηση είναι ένα φαινόμενο οικοσυστημικό όπως και η κάθε συμπεριφορά», εξηγεί στους ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ο κος Ανδρέας Δημητρίου, Εκπαιδευτικός/Σχολικός Ψυχολόγος, σημειώνοντας πως κάθε άνθρωπος που γεννιέται φέρει τα δικά του ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά και έχει διαφανεί ότι οι άνθρωποι που ασκούν βία μετέπειτα στη ζωή τους φέρουν χαρακτηριστικά είτε ψυχωτικά, είτε ναρκισσισμού, είτε σκληρότητας, είτε μη συγκινησιακής κοινωνικής αμοιβαιότητας, δηλαδή δεν έχουν κοινωνική συνείδηση. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο αυτά είναι κάποια χαρακτηριστικά τα οποία έχουν διαφανεί ότι παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη επιθετικότητας οποιουδήποτε είδους. Επίσης υπάρχουν άνθρωποι που φέρουν πιο παθητικά χαρακτηριστικά μαζί τους, είναι πιο ντροπαλοί, αγχώδεις, εσωστρεφείς και φαίνεται ότι στη μετέπειτα ζωή τους, εάν δεν έχουν την κατάλληλη υποστήριξη από το περιβάλλον τους, μπορεί ν’ αναπτύξουν τάσεις θυματοποίησης, δηλαδή να δέχονται παθητικά τη βία. Αυτό, σημειώνει, παρατηρείται στα παιδιά τα οποία είναι πιο υποχωρητικά και μοναχικά, τα οποία δεν είναι δημοφιλή στις παρέες τους.
Αρχικά, εξετάζεται το πρώτο μικροσύστημα που είναι η οικογένεια, επισημαίνει ο κος Δημητρίου. Έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες στις οποίες φαίνεται πως σ’ ένα περιβάλλον βίαιο, επιθετικό, με γονείς σκληρούς στους τρόπους τους, που δεν λύνουν τις διαφορές τους με δημοκρατικό τρόπο και στο σπίτι υπάρχει έλλειψη σεβασμού, στοργής, ζεστασιάς και επικοινωνίας στο σπίτι, όλα αυτά συμβάλλουν και επηρεάζουν τα παιδιά τα οποία μιμούνται και ασπάζονται αυτές τις πρακτικές μετέπειτα και μεγαλώνοντας ίσως αναπτύξουν επιθετική συμπεριφορά. «Δεν σημαίνει όμως ότι όποιο παιδί ζει σε τέτοιο περιβάλλον μπορεί ν’ αναπτύξει τέτοιες τάσεις αφού υπάρχουν εξαιρέσεις και πολλά παραδείγματα παιδιών τα οποία έχουν επιβιώσει έχοντας αναπτύξει ανθεκτικότητα και μεγαλώνοντας είναι σωστοί κοινωνικά», εξηγεί ο κος Δημητρίου.
Από την άλλη, υπάρχει και ο παράγοντας της υπερπροστασίας, δηλαδή γονείς οι οποίοι είναι υπερπροστατευτικοί και δεν αφήνουν τα παιδιά να είναι ανεξάρτητα, λύνουν τα προβλήματα οι ίδιοι αντί για τα παιδιά τους και μέσα από αυτή την προσκόλληση και εξάρτηση μπορεί να υποβοηθήσει το παιδί ν’ αναπτύξει τάσεις θυματοποίησης.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κος Δημητρίου, υπάρχει και ο σχολικός παράγοντας,. Εάν ένα σχολείο προστατεύει το παιδί, κάνοντάς το να νιώθει αποδεκτό, ότι ανήκει σ’ αυτό και ενδιαφέρεται για τα ταλέντα, τις δυνατότητες, τις επιτυχίες, τον τρόπο μάθησής του και το βοηθήσει ν’ αναπτυχθεί μαθησιακά, τότε το παιδί είναι συνήθως κοινωνικά δημοφιλή στην παρέα του, καλός μαθητής και αυτοί είναι παράγοντες προστασίας. Υπάρχουν όμως και οι παράγοντες επικινδυνότητας, όπως τονίζει ο ψυχολόγος, όταν στο σχολείο δεν υπάρχει το κατάλληλο ενδιαφέρον από την άποψη ότι αν ένα παιδί έχει μαθησιακές δυσκολίες δεν το βοηθά να βρει τους τρόπους να τις μειώσει δίνοντάς του δικούς του τρόπους μάθησης και παρατηρείται ότι αυτό το παιδί μπορεί να προχωρήσει σε επιθετικές και βίαιες πράξεις.
Ταυτόχρονα εξετάζεται και το σύστημα της παρέας των συνομηλίκων, ένας δυνατός παράγοντας στον οποίο αν τα παιδιά στην παρέα έχουν τάσεις επιθετικότητας κι εφαρμόζουν παραβατικές συμπεριφορές, το παιδί τις ασπάζεται και προσπαθεί να ενταχθεί και αυτό στην παρέα, τότε υπάρχει πιθανότητα ν’ αναπτύξει επιθετικότητα και βία, εξηγεί ο κος Δημητρίου, συμπληρώνοντας ότι συμβαίνει και το αντίθετο, αν το παιδί έχει μια παρέα παθητική και υποχωρητική υπάρχει περίπτωση ν’ αναπτύξει τάσεις θυματοποίησης. Σημαντικός παράγοντας είναι και η κοινότητα στην οποία ζει και αν σε αυτήν υπάρχουν δραστηριότητες για τους έφηβους οι οποίες θα μπορούν να λειτουργήσουν σαν μια ομπρέλα προστασίας. Επιπλέον, όπως σημειώνει ο κος Δημητρίου σημαντικό ρόλο έχει και ο παράγοντας των ηλεκτρονικών, σχολιάζοντας πως δεν σημαίνει ότι «όποιος ασχολείται με ηλεκτρονικά και βίαια παιχνίδια θα αναπτύξει και επιθετική συμπεριφορά, υπάρχει όμως μια συσχέτιση» και συμπληρώνοντας πως η αναπτυξιακή ψυχολογία αναφέρει ότι για τη συμπεριφορά του ατόμου ευθύνεται η κληρονομικότητα κατά 40% και το περιβάλλον κατά 60%. «Δεν είναι όμως πάντα κανόνας», υπογραμμίζει.
Συμπερασματικά, οι εμπειρίες και το περιβάλλον κάθε παιδιού καθορίζουν τη στάση του απέναντι στον συνάνθρωπό του, είτε αυτή θα είναι τάση υποστήριξης, είτε τάση εναντίωσης και υποτίμησης. Εξαρτάται από το τι έζησε αυτός ο άνθρωπος το αν θα ασκήσει κάποιου είδους επιθετικότητα. Δεν υπάρχει βεβαιότητα στις ανθρώπινες συμπεριφορές, στο πώς και γιατί συμβαίνουν.
Ο κος Ανδρέας Δημητρίου στέλνει καταληκτικά ένα ηχηρό μήνυμα στους γονείς: «Όταν φέρεις έναν άνθρωπο στη ζωή θα πρέπει να του διδάξεις κοινωνικές συμπεριφορές, πώς ν’ αγαπά, να προστατεύει τον συνάνθρωπό του και παράλληλα τον εαυτό του, για να μπορεί να λειτουργήσει στο περιβάλλον του. Βεβαίως οφείλουμε να είμαστε κοντά στα παιδιά με αγάπη, στήριξη, ενδιαφέρον, διάλογο και επικοινωνία για να μπορέσουμε να τους βοηθήσουμε ν’ αναπτύξουν αποτελεσματικές κοινωνικές τάσεις και συμπεριφορές. Όσον αφορά τη βία θα πρέπει από νωρίς να μιλάμε για το φαινόμενο παρενόχλησης, εκφοβισμού, πειραγμάτων και πώς να μπορούν να τα χειρίζονται, πού μπορούν ν’ αποτείνονται για βοήθεια, δηλαδή πώς μπορούν να προστατεύουν τον εαυτό τους. Πρέπει να διδάξουμε σε όλους τους ανθρώπους, αλλά κυρίως στα παιδιά, ότι πρέπει να δρούμε προληπτικά. Η παρέμβαση είναι αποτελεσματική μεν, αλλά η πρόληψη είναι το καλύτερό μας όπλο».