H πανδημία βρήκε την κερδοφορία του τραπεζικού τομέα να βρίσκεται υπό πίεση λόγω του παρατεταμένου περιβάλλοντος των πολύ χαμηλών επιτοκίων, του υψηλού επιπέδου των ΜΕΧ και των δομικών προβλημάτων που εκδηλώνονται μέσω των υψηλών λειτουργικών εξόδων σε σχέση με τα λειτουργικά έσοδα του τομέα.
Οι προοπτικές για την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος παραμένουν ένας πιθανός κίνδυνος λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών συνθηκών, των δυνητικά αυξημένων αναγκών για προβλέψεις εν μέσω αυξανόμενου πιστωτικού κινδύνου, των περιορισμένων προοπτικών για νέο δανεισμό και των χαμηλών επιτοκίων.
Από την έναρξη της πανδημίας, η κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος μειώθηκε απότομα λόγω των αυξανόμενων προβλέψεων, με τον δείκτη απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων να μειώνεται στο -1,5% τον Σεπτέμβριο του 2020 από 8,1% τον Σεπτέμβριο του 2019 και 3,4% τον Δεκέμβριο του 2019.
Ταυτόχρονα, το παρατεταμένο περιβάλλον των πολύ χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων, συνεχίζει να ασκεί σημαντική πίεση στην κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος.
Συγκεκριμένα, η μείωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου λόγω της μείωσης στα δανειστικά επιτόκια σε συνάρτηση με τη γενικότερη ακαμψία που παρατηρείται στα καταθετικά επιτόκια, είναι ιδιαίτερα επιζήμια για τα πιστωτικά ιδρύματα της Κύπρου. Αυτό οφείλεται στα επιχειρηματικά μοντέλα των πιστωτικών ιδρυμάτων που βασίζονται στα καθαρά έσοδα από τόκους. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2020, τα καθαρά έσοδα από τόκους αντιπροσώπευαν το 69,7% των συνολικών καθαρών λειτουργικών εσόδων του τραπεζικού τομέα και παράλληλα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο μειώθηκε περαιτέρω στο 1,8%, σε σύγκριση με 1,9% τον Σεπτέμβριο του 2019.
Ο αντίκτυπος των χαμηλών επιτοκίων στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων επιδεινώνεται και από την υπερβάλλουσα ρευστότητα που υπάρχει στον τραπεζικό τομέα.
Ο συνδυασμός του υπερχρεωμένου εγχώριου ιδιωτικού τομέα με την αβεβαιότητα ως προς τις επιπτώσεις της πανδημίας στην πιστοληπτική ικανότητα του μη χρηματοοικονομικού τομέα, περιορίζουν τη δυνατότητα βιώσιμου δανεισμού και υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να διατηρούν μεγάλο απόθεμα των καταθέσεών τους στην ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο.
Το παρατεταμένο περιβάλλον των πολύ χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων, αναμένεται να συνεχιστεί για όσο καιρό χρειαστεί και τουλάχιστον μέχρι να ανακάμψουν οι προοπτικές για τον πληθωρισμό και να φτάσει σε αποδεκτά επίπεδα σύμφωνα με τα καθορισθέντα όρια της ΕΚΤ, ως και οι τελευταίες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της.
Παράλληλα, η μη αποτελεσματική δομή κόστους των περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία τους. Συγκεκριμένα, στις 30 Σεπτεμβρίου του 2020, ο δείκτης κόστους ως προς τα έσοδα του τραπεζικού τομέα μειώθηκε στο 60,7% από 64,9% τον Σεπτέμβριο του 2019. Παρά τις προσπάθειες μείωσης του λειτουργικού κόστους, το μέγεθος του τραπεζικού τομέα παραμένει μεγάλο σε σύγκριση με το μέγεθος της οικονομίας της Κύπρου και το κόστος του προσωπικού εξακολουθεί να απορροφά σημαντικό μέρος των λειτουργικών εσόδων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η πανδημία δεν αναμένεται να μειώσει την εξάρτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων της Κύπρου από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, ούτε αναμένεται να βελτιώσει τη λειτουργική τους αποδοτικότητα, καθώς πρόκειται πλέον για διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του κυπριακού τραπεζικού τομέα. Σημειώνεται ότι αυτά τα χαρακτηριστικά επιβαρύνουν σημαντικά την ικανότητα των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων της Κύπρου να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές και να συνεχίσουν να δανειοδοτούν την πραγματική οικονομία. Σημειώνεται ότι η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη της επένδυσης στην ψηφιοποίηση. Η αύξηση της χρήσης διαδικτυακών τραπεζικών μέσων αναμένεται ότι θα επιδράσει θετικά ώστε ο τομέας να γίνει αποδοτικότερος.