Μέχρι και για άσκηση παράνομης δικηγορίας κατηγορεί τον Γενικό Ελεγκτή ο Γενικός Εισαγγελέας κ. Γιώργος Σαββίδης στο κείμενο της αίτησης την οποία κατέθεσε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ζητώντας την παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη.

Συγκεκριμένα, ο Γενικός Εισαγγελέας, αναφερόμενος σε παρεμβάσεις του Γενικού Ελεγκτή, τον κατηγορεί για «άσκηση παράνομης δικηγορίας και παροχή νομικών γνωματεύσεων που έχουν μάλιστα ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους». Επίσης κατηγορεί τον Γενικό Ελεγκτή ότι εκτοξεύει εναντίον του κατηγορίες οι οποίες είναι αστήρικτες, αβάσιμες και ηθικά μεμπτές. Υποστηρίζει εξάλλου, ότι «η κατ’ εξακολούθηση αμφισβήτηση του Γενικού Ελεγκτή για τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα και τα άμεσα και έμμεσα σχόλια του, τείνουν να τον εξυβρίσουν και να τον επηρεάσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εξουσία διακοπής ποινικών διώξεων…».

Αναφέρεται επίσης σε αστήρικτες, αναληθείς, απαράδεκτες, αβάσιμες κατηγορίες του Γενικού Ελεγκτή συνιστούν άκριτη και ανάρμοστη συμπεριφορά. Ισχυρίζεται επίσης, πως «η παρακώλυση της άσκησης του έργου θεσμοθετημένων επιτροπών και/ή αρχών, συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά. Επικαλείται επίσης «συνεχόμενη ασέβεια προς συνταγματικώς κατοχυρωμένα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα».

Αυτοπροβολή ως προασπιστής του δημόσιου συμφέροντος

Αποδίδει σε αυτοπροβολή διάφορες ενέργειες του Γενικού Ελεγκτή καταγράφοντας ότι: «Το γεγονός ότι ο Γενικός Ελεγκτής αυτοπροβάλλεται και αυτοπαρουσιάζεται στην κυπριακή κοινωνία ως ο μόνος υπέρμαχος του δημοσίου συμφέροντος και προασπιστής των νόμων, και γενικότερα αρέσκεται στην αυτοπροβολή, μέσω των καθημερινών και συνεχόμενων δημοσιεύσεων του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν έχει ως γνώμονά του το δημόσιο συμφέρον, αλλά επιδιώκει τη δική του φήμη και αυτοπροβολή κατά τρόπο ανάρμοστο». Περαιτέρω ισχυρίζεται εμμέσως  πως «το περιεχόμενο των δηλώσεων επιστολών, παρεμβάσεων του Γενικού Ελεγκτή είναι ασυγκράτητο, αχαλίνωτο και καταχρηστικό και ότι η συμπεριφορά του εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει τα αξιώματα και τους θεσμούς σε ανυποληψία».

Εξάλλου, του καταλογίζει «έλλειψη σεβασμού προς τις γνωματεύσεις και αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα με τους αβάσιμους και ηθικά μεμπτούς ισχυρισμούς του, επηρεάζει και την αντικειμενικότητα των Εκθέσεων και των θέσεων του Γενικού Ελεγκτή».

Ο κ. Σαββίδης κάνει αναφορά σε (διαδικτυακή) σύγκρουση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη με τους πολίτες που συνιστά συμπεριφορά η οποία δεν είναι συμβατή με την θέση του Γενικού Ελεγκτή. Συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά η οποία αφ’ εαυτής δικαιολογεί την απόλυση του. Τον εγκαλεί επίσης για «προσβλητική, υποτιμητική και απρεπή γλώσσα που χρησιμοποιεί δημόσια ενώ και το ύφος του, συνιστά συμπεριφορά που δεν είναι συμβατή με την ύψιστη θέση του Αξιώματος που υπηρετεί και η προβολή εκ μέρους του αβάσιμων, αστήρικτων και ατεκμηρίωτων ισχυρισμών συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά».

«Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο Αιτητής»  (Γενικός Εισαγγελέας) στο κεφάλαιο της αίτησης υπό τον τίτλο «ΚΑΤΑΛΗΞΗ», «εξαιτείται την έκδοση των αιτούμενων αποφάσεων ως η Αίτηση του». Δηλαδή την παύση του Γενικού Ελεγκτή:

Πιο αναλυτικά, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο (ΚΑΤΑΛΗΞΗ) καταγράφονται και τα ακόλουθα:

149. Ο Αιτητής ισχυρίζεται:

(α) ότι ο Γενικός Ελεγκτής απολύεται για τους ίδιους λόγους και κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Άρθρο 115 του Συντάγματος).

(β) Ότι η δεοντολογία και η αναμενόμενη από τον Γενικό Ελεγκτή συμπεριφορά είναι εκείνη που αναμένεται κατ’ αναλογία από τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν περιορίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του αλλά περιλαμβάνει και την συμπεριφορά του γενικότερα (βλ. απόφαση Ερωτοκρίτου πιο πάνω).

(γ) Ο Αιτητής (Γενικός Εισαγγελέας) επικαλείται την απόφαση Ερωτοκρίτου πιο πάνω καί την απόφαση του ΕΔΑΔ στην Erotocritou πιο πάνω και ισχυρίζεται ότι:

i.     Ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος είναι η συνεισφορά του στην ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.

ii.    Οι ποινικές διώξεις συνιστούν μέρος του δικαστικού μηχανισμού υπό την ευρύτερη έννοια του όρου και το γενικό συμφέρον απαιτεί όπως και οι Δικαστικοί Λειτουργοί, ο Γενικός Εισαγγελέας να πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινού. Επομένως η Πολιτεία πρέπει να τον προστατεύει από κατηγορίες οι οποίες είναι αστήρικτες, αβάσιμες και ηθικά μεμπτές.

iii.    Οι ισχυρισμοί του Γενικού Ελεγκτή σε σχέση με τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα προς τους Υπουργούς και προς άλλα κρατικά όργανα και προς το κράτος γενικότερα, σε συνάρτηση με το γεγονός της ευρείας δημοσιότητας είναι χωρίς αμφιβολία επιζήμιες και επιβλαβείς για τον Γενικό Εισαγγελέα. Η κατ’ εξακολούθηση αμφισβήτηση του Γενικού Ελεγκτή για τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα και τα άμεσα και έμμεσα σχόλια του, τείνουν να τον εξυβρίσουν και να τον επηρεάσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εξουσία διακοπής ποινικών διώξεων προς το Δημόσιο Συμφέρον με συνέπεια να υπονομεύεται η εμπιστοσύνη του κοινού προς τον κορυφαίο Νομικό Λειτουργό του Κράτους. Δεδομένου ότι η Πολιτεία βρίσκεται κάτω από την υποχρέωση να προστατεύσει τον Γενικό Εισαγγελέα από αστήρικτες, αβάσιμες και ηθικά μεμπτές επιθέσεις και κατηγορίες, η απόλυση του Γενικού Ελεγκτή δεν είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

iv.    Η προσβλητική και καταχρηστική γλώσσα και ύφος των επιστολών του Γενικού Ελεγκτή συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.

ν. Οι αστήρικτες, αναληθείς, απαράδεκτες, αβάσιμες και ηθικά μεμπτές κατηγορίες του Γενικού Ελεγκτή συνιστούν άκριτη και ανάρμοστη συμπεριφορά.

vi.    Η παρακώλυση της άσκησης του έργου θεσμοθετημένων επιτροπών και/ή αρχών, συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά.

vii.   Η συνεχόμενη ασέβεια προς συνταγματικώς κατοχυρωμένα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά.

viii.  Το γεγονός ότι ο Γενικός Ελεγκτής αυτοπροβάλλεται και αυτοπαρουσιάζεται στην κυπριακή κοινωνία ως ο μόνος υπέρμαχος του δημοσίου συμφέροντος και προασπιστής των νόμων, και γενικότερα αρέσκεται στην αυτοπροβολή, μέσω των καθημερινών και συνεχόμενων δημοσιεύσεων του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν έχει ως γνώμονά του το δημόσιο συμφέρον, αλλά επιδιώκει τη δική του φήμη και αυτοπροβολή κατά τρόπο ανάρμοστο.

ix.    Η παράνομη άσκηση δικηγορίας και παροχή νομικών γνωματεύσεων που έχουν μάλιστα ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους, συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά.

150. Είναι ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι αφού ο Γενικός Ελεγκτής απολύεται για τους ίδιους λόγους και κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η όλη συμπεριφορά του κρίνεται και κατ’ αναλογία από τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς και/ή το πνεύμα του Commentary on the Bangalore Principles of Judicial Conduct, UNODC, September 2007. Ισχυρίζεται ότι ο Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς δεν παρέχει περιοριστικές πρόνοιες παρά αποτελεί οδηγό βασικών αρχών προς υποβοήθηση των Δικαστών για να καταλήξουν στις δικές τους αποφάσεις αναφορικά με το κατά πόσο συγκεκριμένη δραστηριότητα ή συμπεριφορά, όχι μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αλλά και γενικότερα, είναι η αρμόζουσα ή όχι.

Με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας

151. Περαιτέρω, είναι ισχυρισμός του Αιτητή ότι η συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή κρίνεται και υπό τα πλαίσια τόσο του Κώδικα Δεοντολογίας και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας καθώς και του Code of Ethics (ISSAI 130) του INTOSAI και / ή από ένα κρατικό αξιωματούχο, παρά το ότι ο εν λόγω Κώδικας, ως και οι λοιπές Καθοδηγητικές Γραμμές και/ή Οδηγίες και/ή Κώδικες του INTOSAI, δεν είναι νομικά δεσμευτικός στα πλαίσια του Δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

152. Η όλη συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή ως περιγράφεται στα γεγονότα που αναφέρθηκαν ανωτέρω έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους πιο πάνω. Κώδικες Δεοντολογίας και Συμπεριφοράς.

153. Ο Αιτητής ισχυρίζεται επιπρόσθετα ότι ο όρος ανάρμοστη συμπεριφορά δεν περιορίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων ενός αξιωματούχου, αλλά είναι ευρύτερος και περιλαμβάνει την συμπεριφορά του γενικότερα.

154. Ο Αιτητής επικαλείται την Lawrence πιο πάνω και ισχυρίζεται ότι:

i Το περιεχόμενο των δηλώσεων επιστολών, παρεμβάσεων του Γενικού Ελεγκτή δεν πρέπει να είναι ασυγκράτητο, αχαλίνωτο και καταχρηστικό γιατί αυτή η συμπεριφορά του εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει τα αξιώματα και τους θεσμούς σε ανυποληψία.

ii.    Ο Γενικός Ελεγκτής πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντα του με ήρεμο, αμερόληπτο και αντικειμενικό τρόπο.

Η σημαντικότητα των ρόλων του Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Ελεγκτή το καθιστά εξαιρετικά επιθυμητό προς το συμφέρον της καλής διακυβέρνησης όπως οι κάτοχοι αυτών των θέσεων σέβονται δεόντως ο ένας τον άλλο. Η έλλειψη σεβασμού προς τις γνωματεύσεις και αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα με τους αβάσιμους και ηθικά μεμπτούς ισχυρισμούς του, επηρεάζει και την αντικειμενικότητα των Εκθέσεων και των θέσεων του Γενικού Ελεγκτή.

iv. Οι ανεπιβεβαίωτες και ατεκμηρίωτες θέσεις του Γενικού Ελεγκτή συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά.

155. Ο Αιτητής επικαλείται την Chef of Justice of Gibraltar πιο πάνω και ισχυρίζεται ότι:

i.     Ο Γενικός Ελεγκτής πρέπει να διασφαλίζει ότι η συμπεριφορά του τόσο στην διάρκεια των υπηρεσιακών του καθηκόντων όσο και εκτός υπηρεσίας πρέπει να διαφυλάττει και να επαυξάνει το απαιτούμενο κύρος των θεσμών.

ii.    Ο Γενικός Ελεγκτής δεν πρέπει να χρησιμοποιεί απρεπές λεκτικό και να συμπεριφέρεται απρεπώς στις δραστηριότητες του.

iii.    Έχει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, αλλά πρέπει να συμπεριφέρεται με τρόπο που πρέπει να προστατεύει την αξιοπρέπεια της θέσης του σεβόμενος την υπόληψη τρίτων.

iv.    Ο Γενικός Ελεγκτής δεν πρέπει να επιτρέπει στην οικογένεια του να επηρεάζει ανάρμοστα την εκτέλεση των καθηκόντων του και την κρίση του.

ν. Ο Γενικός Ελεγκτής ως άτομο που βρίσκεται κάτω από συνεχή δημόσιο έλεγχο πρέπει να αποδέχεται προσωπικούς περιορισμούς οι οποίοι μπορούν να θεωρηθούν ως επαχθείς για τον απλό πολίτη και πρέπει να συμπεριφέρεται με τρόπο που είναι συμβατός με την αξιοπρέπεια της θέση του.

vi. Οι κανόνες συμπεριφοράς απαιτούν όπως ο Γενικός Ελεγκτής συμπεριφέρεται με άμεμπτο τρόπο. Πρέπει να είναι παράδειγμα αμεροληψίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας. Το τι απαιτείται από τον Γενικό Ελεγκτή, που κατά το Σύνταγμα είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, είναι κάτι πολύ πιο πάνω από ό,τι απαιτείται από ένα απλό δημόσιο υπάλληλο.

Τού καταλογίζεται προσπάθεια διαστρέβλωσης της εικόνας των θεσμών στα μάτια των πολιτών

156. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι:

i.     Η άσκηση κρατικής εξουσίας στην βάση γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα καθιστά την κατηγορία για διαφθορά εναντίον κρατικών αξιωματούχων που ενήργησαν βάσει αυτής, αβάσιμη και αστήρικτη.

ii.    Η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα ρυθμίζεται από το Άρθρο 113 του Συντάγματος. Για τους λόγους που ήδη έχουν αναφερθεί, οι θέσεις που έχουν ήδη προβληθεί από τον Γενικό Ελεγκτή είναι αβάσιμες, αστήρικτες και ατεκμηρίωτες.

iii.    Αφ’ εαυτής η προβολή αβάσιμων, αστήρικτων και ατεκμηρίωτων θέσεων και ισχυρισμών συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά, τόσο σοβαρή, η οποία δικαιολογεί την απόλυση του Γενικού Ελεγκτή.

iv.    Η αμφισβήτηση της ορθότητας των γνωματεύσεων του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και οι ισχυρισμοί περί έκδοσης γνωματεύσεων με σκοπό την κάλυψη ποινικών αδικημάτων ή άλλη σκοπιμότητα που τους αποδίδεται, αποτελούν αφ’ εαυτής ένα αβάσιμο, αστήρικτο και ηθικά μεμπτό ισχυρισμό που συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.

ν. Η σύγκρουση του με τους πολίτες συνιστά συμπεριφορά που δεν είναι συμβατή με την θέση του Γενικού Ελεγκτή. Συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά η οποία αφ’ εαυτής δικαιολογεί την απόλυση του.

157. Η συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή, όπως καταγράφεται με λεπτομέρεια ανωτέρω, ευσεβάστως υποβάλλεται ότι είναι ανάρμοστη και ένεκα της συμπεριφοράς του προκαλείται και/ή αποπειράται να προκληθεί διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τους θεσμούς, αφού εργολαβικά προσπαθεί να αλλοιώσει και/ή να διαστρεβλώσει την εικόνα των θεσμών στα μάτια των πολιτών. Οι συνέπειες όμως δεν περιορίζονται μόνο προς αυτήν την κατεύθυνση, αφού όπως επεξηγήθηκε στο σώμα της Έκθεσης Γεγονότων, είναι καταστροφικές και για την εύρυθμη λειτουργία του ίδιου του Κράτους, δεδομένου ότι ελεγχόμενοι θεσμοί/αξιωματούχοι είναι εύλογα πεπεισμένοι ότι ο Γενικός Ελεγκτής τους έχει στοχοποιήσει και τηρεί μια στάση απρεπή ή εχθρική προς τα συμφέροντα των ιδίων και κατ’ επέκταση των Υπηρεσιών/Οργανισμών ή του οργανισμού, τα οποία ο Γενικός Ελεγκτής έχει αρμοδιότητα να ελέγξει, αφού με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του ο Γενικός Ελεγκτής έχει απωλέσει την φαινομενική αλλά και την πραγματική αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία που θα έπρεπε να τον διακρίνει κατά την διάρκεια άσκησης των αρμοδιοτήτων του.

158. Ο Γενικός Ελεγκτής απολύεται με τους ίδιους όρους ως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επομένως η στάση ζωής και η συμπεριφορά του θα πρέπει να είναι αντίστοιχη προς αυτή των Δικαστών. Τουναντίον, η αναλυθείσα συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή δυστυχώς δεν ανταποκρίνεται στα όσα επιτάσσει ο υψηλός θεσμός που ορκίστηκε να υπηρετήσει αλλά δημιουργεί εύλογα την πεποίθηση ότι είναι ακατάλληλος και μη ικανός να συνεχίσει να επιτελεί τα καθήκοντα του με τρόπο δίκαιο, αντικειμενικό, αμερόληπτο και με απώτερο σκοπό την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος και εγκυμονεί κινδύνους να περιαγάγει τα αξιώματα και τους θεσμούς γενικότερα σε ανυποληψία.

159. Ο ανεπίτρεπτος και εξωθεσμικός τρόπος αντίδρασης του Γενικού Ελεγκτή με την δημοσιοποίηση γραπτώς ή μέσω δηλώσεων του στα ΜΜΕ ή και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μερικές φορές πριν ακόμα ενημερωθούν οι ίδιοι οι ελεγχόμενοι, αναμφίβολα είναι επιζήμιος για τον εκάστοτε ελεγχόμενο και τον επηρεάζουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς επίσης εγκυμονεί ο κίνδυνος να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού προς τους κρατικούς αξιωματούχους. Επίσης, σε σχέση με τον Γενικό Εισαγγελέα και τις γνωματεύσεις του, ο Γενικός Ελεγκτής χρησιμοποιεί την ίδια τακτική και δημοσιοποιεί γραπτώς ή μέσω δηλώσεων του στα ΜΜΕ ή και μέσα κοινωνικής δικτύωσης την αμφισβήτηση του για τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα αποδίδοντας τους σκοπιμότητα.

160. Ταυτόχρονα, η προσβλητική, υποτιμητική και απρεπής γλώσσα που χρησιμοποιεί δημόσια ο Γενικός Ελεγκτής, καθώς και το ύφος του, συνιστά συμπεριφορά που δεν είναι συμβατή με την ύψιστη θέση του Αξιώματος που υπηρετεί και η προβολή εκ μέρους του αβάσιμων, αστήρικτων και ατεκμηρίωτων ισχυρισμών συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά.

161. Οι κανόνες συμπεριφοράς των Δικαστών που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για τους προβλεπόμενους από το Σύνταγμα ανεξάρτητους αξιωματούχους επιβάλλουν ευγένεια και αυτοσυγκράτηση, αυτοέλεγχο, ουσιώδη κρίση, χαρακτηριστικά που δεν ανταποκρίνονται στον Γενικό Ελεγκτή, όπως διαπιστώνεται από το περιεχόμενο των δηλώσεων, γραπτών και προφορικών που καταγράφονται στο σώμα της παρούσας Αίτησης και την όλη συμπεριφορά του. Συμπεριφορά από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή άλλου αξιωματούχου που απολύεται με τους ίδιους όρους και κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρόμοια με εκείνη του Γενικού Ελεγκτή και εκτεταμένη δημοσιοποίηση της, θα οδηγούσε αναμφίβολα στην απόλυση τους.

162. Ο Αιτητής επιφυλάσσεται να προσθέσει παραδείγματα που ενισχύουν όλα τα πιο πάνω γεγονότα και/ή πρόσθετα γεγονότα που συνιστούν ανάρμοστη συμπεριφορά.

163. Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο Αιτητής εξαιτείται την έκδοση των αιτούμενων αποφάσεων ως η Αίτηση του.

Πηγή: Philenews