Η νέα αυτή κλιμάκωση αναμένεται να επηρεάσει σχεδόν κάθε κινεζικό προϊόν που εισάγεται στις ΗΠΑ – από κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές και μπαταρίες ιόντων λιθίου έως παιχνίδια, βίδες και λέβητες. Το ερώτημα πλέον είναι ποιος θα υποχωρήσει πρώτος.
«Θα ήταν λάθος να πιστεύει κανείς ότι η Κίνα θα κάνει πίσω», προειδοποιεί ο Alfredo Montufar-Helu, σύμβουλος στο China Center του think tank Conference Board. «Θα έμοιαζε με ήττα και θα έδινε στην Ουάσιγκτον περιθώριο να ζητήσει ακόμη περισσότερα.»
Όπως αναφέρει το BBC, οι παγκόσμιες αγορές έχουν ήδη υποστεί ισχυρούς κραδασμούς, ενώ οι ασιατικές μετοχές γνώρισαν την Δευτέρα τη μεγαλύτερη πτώση τους εδώ και δεκαετίες. Παρότι την Τρίτη κατέγραψαν μικρή ανάκαμψη, η αβεβαιότητα ενόψει της επιβολής νέων δασμών την Τετάρτη παραμένει.
Τα νέα μέτρα περιλαμβάνουν δασμούς έως και 54% στις κινεζικές εισαγωγές, ενώ το Βιετνάμ και η Καμπότζη, που επίσης βρίσκονται στο στόχαστρο, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δασμούς 46% και 49% αντίστοιχα.
Η στρατηγική του Πεκίνου
Η Κίνα έχει απαντήσει με τιμωρητικούς δασμούς 34% σε αμερικανικά προϊόντα, ελέγχους στις εξαγωγές σπάνιων μετάλλων και αντιμονοπωλιακές έρευνες σε αμερικανικές εταιρείες όπως η Google. Παράλληλα, επιτρέπει τη διολίσθηση του γουάν για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της και αξιοποιεί κρατικές επιχειρήσεις για στήριξη των αγορών.
Ωστόσο, η γενικότερη εικόνα στην κινεζική οικονομία είναι εύθραυστη. Η κρίση στην αγορά ακινήτων, η αυξανόμενη ανεργία και τα υπερχρεωμένα τοπικά ταμεία δημιουργούν ένα εκρηκτικό υπόβαθρο.
«Οι δασμοί επιδεινώνουν το πρόβλημα», σημειώνει ο Andrew Collier του Harvard Kennedy School. Η Κίνα βασίζεται στις εξαγωγές για μεγάλο μέρος της ανάπτυξής της και παρότι επιδιώκει στροφή προς την τεχνολογία και την εσωτερική κατανάλωση, η εξωτερική ζήτηση παραμένει κρίσιμη.
Ποιος υποφέρει περισσότερο;
«Βρισκόμαστε σε μια αναμέτρηση αντοχών», δηλώνει η Mary Lovely του Peterson Institute στην Ουάσινγκτον. «Έχουμε πάψει να μιλάμε για κέρδη. Το ερώτημα είναι ποιος αντέχει περισσότερο τον πόνο».
Η ζημιά όμως δεν αφορά μόνο την Κίνα. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν πέρσι κινεζικά προϊόντα αξίας 438 δισ. δολαρίων και εξήγαγαν προϊόντα μόλις 143 δισ., αφήνοντας ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα 295 δισ. δολαρίων. Η αντικατάσταση των κινεζικών προμηθευτών δεν μπορεί να γίνει άμεσα και χωρίς κόστος.
Η Deborah Elms, επικεφαλής εμπορικής πολιτικής στο Ίδρυμα Hinrich της Σιγκαπούρης, υπογραμμίζει: «Είμαστε οικονομικά διασυνδεδεμένοι με πολλούς τρόπους. Δεν πρόκειται μόνο για φυσικά προϊόντα. Οι επενδύσεις, το ψηφιακό εμπόριο και οι ροές δεδομένων είναι τεράστιες».
Η παγκόσμια ανησυχία και το αβέβαιο τέλος
Εν μέσω της αναταραχής, χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας ετοιμάζονται να υποδεχτούν κινεζικά προϊόντα που απορρίπτονται από την αμερικανική αγορά. Ωστόσο, οι δικές τους οικονομίες βρίσκονται επίσης στο στόχαστρο δασμών.
«Βρισκόμαστε σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι και ο ρυθμός κλιμάκωσης ανησυχητικός», δηλώνει η Elms. «Κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει αυτό».
Οι ειδικοί διατηρούν ελάχιστες ελπίδες για άμεση εκτόνωση, αφού ο Τραμπ δεν έχει ακόμη συνομιλήσει με τον Σι Τζινπίνγκ. Η Κίνα έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο διαλόγου, αλλά προς το παρόν, κυριαρχεί η αβεβαιότητα.