Οι ευπάθειες στον τομέα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά εν μέσω της πανδημίας. Αν και η πανδημία βρήκε τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις πιο ανθεκτικές σε σύγκριση με το 2013, εντούτοις, ο υπέρμετρος δανεισμός και το ύψος των χρηματοοικονομικών τους υποχρεώσεων, περιορίζουν την ικανότητά τους να αντέξουν τους όποιους κραδασμούς και τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Συνεπώς, η μεγαλύτερη πιθανότητα για αυξανόμενο αριθμό αφερέγγυων μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα της πανδημίας, βαραίνει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα μέσω της διασύνδεσής τους τόσο με το τραπεζικό σύστημα όσο και την πραγματική οικονομία. Στη περίπτωση πραγμάτωσης ενός τέτοιου σεναρίου, η αύξηση των ΜΕΧ θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη, επιφέροντας αρνητικές επιπτώσεις στην κερδοφορία και στην κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων. Παράλληλα, η αύξηση στον αριθμό των αφερέγγυων εταιρειών αναμένεται να επιφέρει αύξηση της ανεργίας, με αρνητικές αλληλεπιδράσεις στη χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών και της οικονομίας γενικότερα.
Αναλυτικότερα και σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, το συνολικό χρέος των εγχώριων μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ έφθασε στο 107,6%18 τον Σεπτέμβριο του 2020. H καθοδική πορεία που ακολουθείτο τα τελευταία χρόνια έχει ανατραπεί σημειώνοντας αύξηση σε σύγκριση με χρέος ύψους 104,5% που καταγράφηκε το Δεκέμβριο του 2019 αλλά παραμένοντας σε χαμηλότερα επίπεδα από το 108,6% του Σεπτέμβριου του 2019. Σημειώνεται ότι η αύξηση στον δείκτη το τελευταίο εξάμηνο αποδίδεται στη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα και όχι στο επίπεδο χρέους, το οποίο συνεχίζει να καταγράφει πτωτική πορεία.
Ταυτόχρονα, οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις των εγχώριων μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, ως ποσοστό των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2020 έφθασαν στο 138,3%.
Οι λειτουργικές ταμειακές ροές και το περιθώριο κέρδους των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων βρίσκονται υπό συνεχή πίεση εν μέσω των αυστηρών υγειονομικών μέτρων περιορισμού της πανδημίας, της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας και αβεβαιότητας.
Τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής, καθώς και η αναστολή δόσεων δανείων, έχουν αμβλύνει, στο βαθμό του δυνατού, τις επιπτώσεις της πανδημίας και έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως προς την ανακούφιση των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και κάλυψη των προσωρινών τους αναγκών για ρευστότητα.
Παραταύτα, ορισμένες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, ιδίως εκείνες που δραστηριοποιούνται σε τομείς της οικονομίας που έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την πανδημία, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν προκλήσεις ως προς την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους τους και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους – ιδιαίτερα μετά την άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Η ικανότητα αυτών των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων να επιβιώσουν εξαρτάται από την ικανότητά τους να αντλήσουν ρευστότητα για να καλύψουν τις ανάγκες του κεφαλαίου κίνησης αλλά και να αναδιαρθρώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Αναμένεται ότι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης (και συγκεκριμένα εστιατόρια και κέντρα αναψυχής), θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη αύξηση στον αριθμό των αφερέγγυων εταιρειών συγκριτικά με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
Τα αυστηρότερα κριτήρια χορήγησης δανείων που έχουν υιοθετήσει τα πιστωτικά ιδρύματα κατά το τρίτο τρίμηνο του 2020, σε συνδυασμό με την οριακή αύξηση που παρατηρήθηκε στα δανειστικά επιτόκια εντός του 2020 δυσχεραίνουν την ικανότητα άντλησης ρευστότητας από τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Από αυτή την εξέλιξη επηρεάζονται ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες βασίζονται κυρίως στον τραπεζικό δανεισμό για τη χρηματοδότησή τους και για τις οποίες τα κριτήρια δανεισμού έχουν γίνει σαφώς αυστηρότερα σε σύγκριση με τις μεγάλες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νέος δανεισμός προς τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις κατέγραψε σημαντική μείωση το 2020 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, ιδιαίτερα για ποσά πέραν του ενός εκατομμυρίου, αντικατοπτρίζοντας τη μεγάλη αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία.
Οι νέες χορηγήσεις προς τις εγχώριες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, όπως το «Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο», των «Κατασκευών» και «Υπηρεσιών Παροχής Καταλύματος και Εστίασης». Αισθητή είναι η αύξηση στο μερίδιο των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης στις νέες χορηγήσεις, γεγονός που αντικατοπτρίζει το πλήγμα που έχει δεχτεί ο κλάδος από την πανδημία.
Παρόλη τη μείωση στον νέο δανεισμό, τα καθαρά δάνεια προς τις εγχώριες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις κατέγραψαν οριακά θετικούς ετήσιους ρυθμούς μεταβολής τον Δεκέμβριο του 2020, λόγω των μειωμένων αποπληρωμών και της ανακεφαλαιοποίησης των τόκων εν μέσω αναστολής δόσεων. Συγκεκριμένα, καταγράφηκε ετήσια αύξηση στα δάνεια των εγχώριων μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων της τάξης του 2,0% τον Δεκέμβριο του 2020, σε σύγκριση με ετήσια αύξηση 0,8% τον Δεκέμβριο του 2019.
Εν κατακλείδι, η ανθεκτικότητα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων θα εξαρτηθεί από την χρονική διάρκεια της ύφεσης αλλά και τη διάρκεια των μέτρων στήριξης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που τα δημοσιονομικά μέτρα ανακληθούν πριν η οικονομική δραστηριότητα ανακάμψει και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να στηριχθούν αυτόνομα στη ζήτηση, τότε ο αντίκτυπος στη βιωσιμότητα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων θα είναι μεγαλύτερος.