Το κυπριακό αγρινό, θεωρείται σύμβολο για τη Κύπρο λόγω της μοναδικότητάς, της σπανιότητας και της χάρης του.
Το ενδημικό αγρινό της Κύπρου Ovis orientalis ophion ζει μόνο στα βουνά της Κύπρου με πυρήνα το Κρατικό δάσος της Πάφου για περισσότερα από 8,000 χρόνια και πιστεύεται πως πρόκειται για άγριο απόγονο προβάτου ασιατικής προέλευσης που έφεραν στο νησί προϊστορικοί άνθρωποι. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά.
Στην Κυπριακή νομοθεσία ορίζεται ως αυστηρά προστατευόμενο υποείδος και κατατάσσεται στο παράρτημα IV της Οδηγίας Περί Προστασίας των Βιοτόπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (92/43 – Habitats Directive) ως είδος που χρήζει αυστηρής προστασίας με το Ταμείο Θήρας του Υπουργείου Εσωτερικών είναι υπεύθυνο για τη διαχείρισή του.
Το Υπουργικό Συμβούλιο το 1996 επικύρωσε το σχέδιο διαχείρισής του, το οποίο εκπόνησαν Κύπριοι και Καναδοί επιστήμονες. Από τότε η Υπηρεσία διαθέτει μια ομάδα που δουλεύει αποκλειστικά για τη διαχείριση του είδους, παρακολουθώντας των πληθυσμό με ετήσιες καταμετρήσεις, έλεγχο των γεννήσεων με επιτόπιες έρευνες σε γκρεμούς που γεννούν τα αγρινά, έρευνες με τη χρήση ραδιοπομπών (μελέτη περιοχή χωροκράτιας, συνήθειες, εποχιακές κινήσεις, θνησιμότητα), βελτίωση του βιότοπου του είδους, με σπορές σιτηρών / ψυχανθών, τοποθέτηση τεχνητών ποτίστρων σε περιοχές με λίγα επιφανειακά νερά, καθαρισμό των φυσικών πηγών, αστυνόμευση του δάσους για την πάταξη και πρόληψη της λαθροθηρίας, και επισκέψεις σε γεωργικές περιοχές παρακείμενες στο δάσος, οι οποίες υφίστανται ζημιές από το αγρινό, όπου παρέχονται συμβουλές για πρόληψη των ζημιών.
Η ενεργή διαχείριση και προστασία έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού των αγρινών από μερικές δεκάδες τη δεκαετία του 1930 σε περισσότερα από 3000 αυτές τις μέρες, το αγρινό όμως εξακολουθεί να θεωρείται σπάνιο, αφού υπάρχει μόνο στο νησί μας.
Όσον αφορά πτυχές της βιολογίας και της οικολογίας του υπάρχει έλλειψη πληροφόρησης η οποία απαιτείται για μια ολοκληρωμένη επιτυχή διαχείριση. Το γεγονός ότι σε αρκετές περιοχές τα αγρινά συνβόσκουν με αιγοπρόβατα, δημιουργεί συνθήκες πιθανού ανταγωνισμού για βοσκή, ειδικά σε περιόδους διαθέσιμης τροφής χαμηλής ποιότητας. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η πιθανότητα μετάδοσης ασθενειών.
Τα αγρινά αποτελούν πόλο έλξης για πολλούς επισκέπτες τόσο από την Κύπρο, όσο και από το εξωτερικό, οι οποίοι επισκέπτονται το Δάσος Πάφου για να τα θαυμάσουν. Δύσκολα μπορεί να τα πλησιάσει άνθρωπος επειδή είναι δειλά ζώα και ιδιαίτερα όταν είναι φοβισμένα. Είναι ευέλικτα και κινούνται πολύ γρήγορα ακόμα και στις απόκρημνες περιοχές του δάσους, ειδικά όταν εντοπίσουν άνθρωπο. Το καλοκαίρι η ιδανικές ώρες για να τα επισκεφτείτε είναι οι πρωινές ή οι απογευματινές, αφού το μεσημέρι καταφεύγουν για ηρεμία και ξεκούραση σε σκιερά μέρη του δάσους λόγω των καιρικών συνθηκών. Τον χειμώνα λόγω καιρικών συνθηκών κινούνται συνεχεία και είναι πιο εύκολο να τα εντοπίσει κάποιος.
Ιστορικά
Αποτελούσε σημαντική πηγή τροφής για τους κατοίκους της Κύπρου και ειδικά κατά τις δύσκολες ιστορικές περιόδους, όπου κατέφευγαν στα δάση για να επιβιώσουν. Την αφθονία των αγρινών τόσο κατά την ελληνορωμαϊκή περίοδο, όσο και κατά τον μεσαίωνα τεκμηριώνουν στοιχεία και αναφορές όπου και αποτελούσε ένα ιδιαίτερα δημοφιλές θήραμα και προνόμιο για την εκάστοτε άρχουσα τάξη. Έργα τέχνης περιγράφουν το κυνήγι του αγρινού με τη χρήση κυναίλουρων στις λοφώδεις περιοχές του νησιού. Πολλά αρχαία αγγεία και ευρήματα απεικονίζεται το αγρινό με την παράδοση να συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αφού αποτελεί ενα από τα σύμβολα της Κύπρου, με λογότυπα και εμβλήματα του αγρινού ν’ απεικονίζονται πάνω σε γραμματόσημα, χαρτονομίσματα, κέρματα, εταιρίες κλπ.