Κάθε φορά που πρόκειται να ξεκινήσει μια συζήτηση για το Κυπριακό, είτε πρόκειται για Ατυπη Πενταμερή όπως αυτή τη φορά, είτε για διαπραγματεύσεις, είτε για οτιδήποτε άλλο, η βούληση και η αποφασιστικότητα της Ελληνοκυπριακής πλευράς είναι κάτι πέρισσότερο από δεδομένη.
Μεταβαίνουμε στις συναντήσεις με την άλλη πλευρά με κάθε καλή διάθεση και πρόθεση. Με το σκεπτικό να είμαστε διαλλακτικοί και να λειτουργήσουμε υπέρ μιας προσπάθειας που μοναδικό στόχο θα έχει την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για λύση του Κυπριακού.
Παρακολουθούμε κάθε σενάριο. Ακούμε και διαβάζουμε κάθε άποψη. Και σίγουρα βαθιά μέσα μας , στο πίσω (ή και στο μπροστινό) μέρος του μυαλού μας ευχόμαστε «μακάρι».
Ολα αυτά λίγα 24ωρα πριν. Λίγες ώρες πριν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Τόσο της Τουρκίας, όσο και των Τουρκοκυπρίων. Κυρίως, δε, του ηγέτη των τκ, ο οποίος δεν παρεκκλίνει από την θέση του για δύο κράτη. Δεν ξεφεύγει από την ρητορική του Προέδρου Ερντογάν και δεν υποχωρεί σε οποιοδήποτε δεδομένο που αφορά αποκλειστικά και μόνο λύση πέραν της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Στο μεταξύ, πέραν του ΓΓ του ΟΗΕ, ο οποίος «κρατά τα κλειδιά» της Διάσκεψης, αίσθηση προκαλεί – για μια ακόμη φορά – ο ρόλος των Βρετανών. Ούτε η Τουρκία ήθελε την ΕΕ επισήμως στην Διάσκεψη, ούτε οι Τουρκοκύπριοι, ούτε όπως φαίνεται και οι Βρετανοί.
Πέραν αυτού, κυβερνητικές πηγές διαμηνύουν ότι η Τουρκία σκοπό και στόχο έχει να συνδέσει το Κυπριακό και με την αναβάθμιση της τελωνειακής σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας, μετά όμως από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, η οποία έχει προγραμματισθεί για τον Ιούνιο και άλλες διεθνείς διασκέψεις.
Μέχρι τότε θα θέσει θέματα και απαιτήσεις στο τραπέζι, όπως βεβαίως θα κάνει και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ο οποίος θα κληθεί επισήμως ενώπιον των θέσεων Τατάρ-Ερντογάν σε όλα: Εγγυήσεις, περιουσιακό, εδαφικό, κυριαρχική ισότητα, χαλαρή ομοσπονδία κοκ.
Σε τί τάσσεται υπέρ και σε τί εναντίον, είναι λίγο πολύ γνωστό. Το ζήτημα είναι τί καπνός θα βγει από αυτήν την Πενταμερή Εκ-Τκ, με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων και φυσικά του ΟΗΕ.
Και αν κάτι αναρωτιέται κανείς εν μέσω όλων αυτών είναι ένα: Αρκεί τελικά η πάντοτε σθεναρή αποφασιστικότητα και πολιτική βούληση του Προέδρου να το λύσει;