ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους»… Μα είναι και κάτι παιδιά που
αναγκάζονται να φύγουν, να περιπλανηθούν και να γίνουν αποδημητικά πουλιά, έρμαιο
στις κάννες των κυνηγών – λαθρέμπορων των ψυχών.
Είναι και κάτι παιδιά που δεν θα προκάμουν να μεγαλώσουν και στα χείλια τους δεν θα
υπάρξει ποτέ ξανά χαμόγελο…
Αυτό μας έλαχε σ’ αυτή τη χώρα που στους κόλπους της εκβάλλει η θάλασσα της
Μεσογείου, η θάλασσα του πολιτισμού που μέσα της ταξίδεψαν σκαριά και σκαριά πριν
αφεθεί στα χέρια των λίγων λαθρέμπορων και των λίγων διακινητών που χρεώνουν το
θάνατο με το κεφάλι.
Δυστυχώς, η Κύπρος κοντεύει να γίνει αραξοβόλι των απανταχού δυστυχισμένων και
των απανταχού προσφύγων που πληρώνουν όσα έχουν και δεν έχουν για ένα καλύτερο
αύριο σε μια χώρα παρηκμασμένη και σε μια ήπειρο προ πολλού γερασμένη.
Ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό το θάνατο του τρίχρονου κοριτσιού που περιπλανήθηκε
αβοήθητο και τελικά ξεψύχησε σε μια κάμαρα νοσοκομείου; Ποιοι ευθύνονται, αν όχι
όλοι εμείς που ακόμα κάνουμε σεκόντο στον ήχο των αργυρίων που πέφτουν στην κάσα
των λαθρομεταναστών…
Εδώ και μήνες, εδώ και χρόνια το γράφουμε. Η θάλασσα της Μεσογείου έγινε ένα
απέραντο νεκροταφείο και τώρα καλείται η χώρα μας να αρχίσει να φοράει το μανδύα
του νεκροθάφτη.
Βγάλαμε όνομα. Βγάλαμε όνομα λόγω της ανικανότητας μας να αντιμετωπίσουμε το
μεταναστευτικό που οξύνεται. Μάθαμε να το συζητάμε, να το αναλύουμε και να το
«σπρώχνουμε» από στόμα σε στόμα (σαν μασημένη τροφή) στις αίθουσες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όλες αυτές οι εκκλήσεις, όλα όσα γράφτηκαν κατά καιρούς έφταναν σε βουλωμένα
αυτιά. Το τρίχρονο αυτό κοριτσάκι δεν είναι τίποτε άλλο από την αδιαφορία μιας
ολόκληρης ηπείρου. Της Ευρώπης της αναγέννησης, του Διαφωτισμού και των
ψευδεπίγραφων δικαιωμάτων.
Αφήσαμε την Τουρκία να κάνει το παιχνίδι της. Αφήσαμε τους λαθρέμπορους των
μεταναστών να κάνουν το αλισβερίσι τους κι εμείς – μια ολόκληρη ήπειρος – μαζεύουμε
πτώματα και κουφάρια στις ακτές της Μεσογείου.
Ποιος, αλήθεια, ασχολήθηκε πραγματικά με το μεταναστευτικό; Ποιος ενδιαφέρθηκε για
όλους αυτούς τους ταλαίπωρους; Ποιος έβγαλε τη γραβάτα του από όλους αυτούς τους
χαρτογιακάδες των Βρυξελών για να πέσει στο νερό και να σώσει έστω και μία ψυχή;
Λόγια. Από λόγια χορτάσαμε. Δικαιώματα. Και από αυτά χορτάσαμε… Έφτασε η στιγμή
και η χώρα μας να ασκήσει πιέσεις εκεί που πρέπει διότι σε λίγο καιρό οι θάλασσες μας –
από καλοκαιρινοί παράδεισοι – θα μετατραπούν σε ένα υγρό κοιμητήριο…
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο». (Γιάννης Ρίτσος)