Η κατάθεση του θεμέλιου λίθου του νέου κτηρίου του Ινστιτούτου Νευρολογίας & Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ), σηματοδοτεί την έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών οι οποίες αναμένεται να ολοκληρωθούν το 2025. Μετά την υπογραφή των συμβολαίων κατασκευής του έργου με την εργοληπτική εταιρεία A. Aristotelous (Construction) Ltd, έναντι ποσού €19,428,000 συν Φ.Π.Α., ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέθεσε χθες το βράδυ τον θεμέλιο λίθο, με τις μηχανές να παίρνουν για τα καλά μπρος για την ανέγερση του έργου.
Το μεγαλύτερο αναπτυξιακό έργο του Ινστιτούτου από την ίδρυση του
Αξίζει να αναφερθεί ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο αναπτυξιακό έργο του Ινστιτούτου από την ίδρυσή του και αφορά τη δημιουργία ενός υπερσύγχρονου ερευνητικού κέντρου, έκτασης 11.358 τ.μ., με αναβαθμισμένη ερευνητική υποδομή και εξοπλισμό νέας τεχνολογίας, το οποίο θα ανεγερθεί δίπλα από το υφιστάμενο κτήριο στον Άγιο Δομέτιο. Το έργο χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με δάνειο ύψους €26 εκατ., με την υποστήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, και καλύπτει τόσο τη δημιουργία των κτηριακών εγκαταστάσεων, οι οποίες αναμένεται να ολοκληρωθούν σε περίοδο 30 μηνών, όσο και τη στήριξη των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου. Αρχιτέκτονας του έργου είναι ο Πάρης Φιλίππου από το αρχιτεκτονικό γραφείο J +A Philippou Architects Engineers.
Δυναμική ενίσχυση στην έρευνα και την καινοτομία
Σε ομιλία του, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΝΓΚ, Γιάννης Μάτσης, είπε πως «το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, από το έτος της ίδρυσής του μέχρι σήμερα, παρέχει υπηρεσίες σε περίπου 7.000 ασθενείς, που το επισκέπτονται κάθε χρόνο», για να προσθέσει ότι «παρέχει, επίσης, πάνω από 500 διαφορετικές εξετάσεις ετησίως, οι περισσότερες των οποίων είναι μοναδικές για την Κύπρο». Επιπλέον, είπε ότι «διεκπεραιώνει περισσότερες από 95.000 κλινικές και εργαστηριακές υπηρεσίες ετησίως – σε σύνολο από το έτος ίδρυσης του, έχει δηλαδή προσφέρει περισσότερες από 3 εκατομμύρια τέτοιου είδους υπηρεσίες». Σε σχέση με το ερευνητικό πεδίο, ανέφερε πως οι επιστήμονες του Ινστιτούτου δημοσιεύουν κατά μέσο όρο ετησίως πάνω από 90 επιστημονικά άρθρα, ενώ συμπλήρωσε ότι παράλληλα διεκπεραιώνουν κατά μέσο όρο 55 ανταγωνιστικά πρωτοποριακά προγράμματα το χρόνο για έρευνα, που αφορούν ασθένειες του κυπριακού πληθυσμού. Αναφερόμενος στον τομέα της εκπαίδευσης, ο κ. Μάτσης είπε πως το Ινστιτούτο αποτελεί ένα ακαδημαϊκό κέντρο, όπου φοιτητές, επιστήμονες και γιατροί μπορούν να εκπαιδευτούν στις κλινικές και εργαστήρια του. «Πάνω από 60 φοιτητές έχουν ολοκληρώσει τις διδακτορικές τους σπουδές στο Ινστιτούτο, σε συνεργασία με πανεπιστήμια της Κύπρου και του εξωτερικού, πριν τη δημιουργία της δικής του μεταπτυχιακής σχολής, ενώ εκατοντάδες φοιτητές Μάστερ έχουν εκπαιδευτεί στα τμήματα του. Στη σχολή του Ινστιτούτου, φοιτούν κατά μέσο όρο το χρόνο, 70 φοιτητές επιπέδου Μάστερ και Διδακτορικού», σημείωσε.

Ταγμένο να υπηρετεί τους πολίτες
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Λεωνίδα Φυλακτού, Γενικό Εκτελεστικό Διευθυντή και Ιατρικό Διευθυντή του ΙΝΓΚ, με την υλοποίηση του έργου, το Ινστιτούτο αναμένεται να ενισχυθεί δυναμικά συμβάλλοντας ακόμη περαιτέρω στην ανάπτυξη της εφαρμοσμένης έρευνας και της καινοτομίας σε ένα τομέα ιδιαίτερα ευαίσθητο, όπως αυτό της υγείας. Με το δεύτερο κτήριο, το οποίο θα είναι αντίστοιχης δυναμικής με του υφιστάμενου, το Ινστιτούτο θα είναι σε θέση να καλύψει τις τρέχουσες αυξανόμενες ανάγκες αλλά και μελλοντικές, σε υποδομή και τεχνολογία, συνδράμοντας έτσι στη διεκπεραίωση περισσότερης έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένεται να επιστραφούν πίσω στους πολίτες μέσα από διάφορες μορφές.
Όπως τόνισε η λειτουργία του θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, θα αυξήσει σημαντικά την παραγωγή της έρευνας, θα βοηθήσει καταλυτικά στη δημιουργία νέων συνεργασιών και στην προσέλκυση περισσότερων μεταπτυχιακών φοιτητών και όλα αυτά, με τελικό αποδέκτη τον ίδιο τον ασθενή, αλλά και τον κάθε πολίτη. Ο κ. Φυλακτού είπε πως το Ινστιτούτο «είναι ταγμένο να υπηρετεί τους πολίτες της χώρας όσο καλύτερα μπορεί, απρόσκοπτα, μεθοδικά και με την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρογνωμοσύνη που κατέχει», ενώ παράλληλα σημείωσε ότι η Κύπρος «χρειάζεται να κατοχυρώσει εθνικά κέντρα εμπειρογνωμοσύνης αλλά και εθνικές ερευνητικές υποδομές». «Η χώρα μας», συνέχισε, «χρειάζεται να έχει δίπλα της, μονίμως υποδομές που να μπορεί να χρησιμοποιεί ανά πάσα στιγμή για έκτακτες ανάγκες, όπως αυτές που προκλήθηκαν από την πανδημία. Χρειάζεται, επίσης, να έχει στη διάθεσή της εθνικές υποδομές και εθνικά κέντρα υψηλής εμπειρογνωμοσύνης, όπως αυτά για πολύπλοκες και σπάνιες ασθένειες, τα οποία θα πρέπει να θεσμοθετήσει κατάλληλα, αφού τέτοια εμπειρογνωμοσύνη δεν μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα».

Όραμα, η καθιέρωση του ως Διεθνές Κέντρο Αριστείας και Περιφερειακό Κέντρο Παραπομπής
Το Ινστιτούτο Νευρολογίας & Γενετικής Κύπρου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1990 σε χώρο 300 τ.μ. στο Μακάρειο Νοσοκομείο Λευκωσίας με βασικό εξοπλισμό και προσωπικό που αριθμούσε περίπου 20 άτομα, ενώ το 1995 μετακόμισε σε δικές του εγκαταστάσεις που αποτελούνται από μια έκταση περίπου 10.000 τ.μ. Λόγω της ανάγκης για παροχή υψηλού επιπέδου εργαστηριακών και κλινικών υπηρεσιών, η Κυβέρνηση χρηματοδοτούσε το ΙΝΓΚ ετησίως, σε αντάλλαγμα για την παροχή υψηλού επιπέδου κλινικών και διαγνωστικών υπηρεσιών στα δημόσια νοσοκομεία. Από το 1995, το Ινστιτούτο παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και την πιο ανταγωνιστική και καινοτόμο βιοϊατρική έρευνα με στόχο την έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη ασθενειών. Επιπλέον, παρέχει μεταπτυχιακή εκπαίδευση που συνδέεται στενά με δραστηριότητες έρευνας και παροχής υπηρεσιών. Το νέο κτήριο αποτελεί το μεγαλύτερο αναπτυξιακό έργο από την ίδρυση του Ινστιτούτου και στόχος παραμένει η καθιέρωσή του ως Διεθνές Κέντρο Αριστείας και Περιφερειακό Κέντρο Παραπομπής.