Η Τούλα Λιασή, είναι εικαστικός, η οποία ζει μόνιμα πλέον στη Χάγη. Μέσα από την τέχνη της αφηγείται την ιστορία του τόπου της που τόσο αγαπά αλλά και την ιστορία του αδελφού της Γιάννη, που ήταν αγνοούμενος μέχρι το 2014.
Η κυρία Λιασή μέσα από μία κατάθεση ψυχής στους «Πρωταγωνιστές» εξιστορεί τα δικά της προσωπικά γεγονότα.

–Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει τη δικιά του ιστορία. Ποια είναι η δικιά σας;
Γεννήθηκα στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας και µέχρι τα δεκαεπτά µου χρόνια είχα µια πολύ ανέµελη και ευτυχισμένη ζωή µέχρι που έγινε η Τουρκική εισβολή το 1974. Το χωριό µου βρίσκεται ξαφνικά κάτω από τον κατοχικό στρατό, ο πατέρας µου συλλαμβάνεται αιχμάλωτος, οι συγγενείς µου από την Αμμόχωστο κοιµούνται σε αντίσκηνα, η γιαγιά µου πεθαίνει σε προσφυγικό καταυλισµό, το μαγαζί του πατέρα µου στη Γιαλούσα λεηλατείται και το κυριότερο ο αδελφός µου, έφεδρος στρατιώτης, αγνοείται. Αυτές οι δραματικές εμπειρίες αποτέλεσαν αναμφισβήτητα για µένα ορόσημο ζωής.
–Έχετε ζήσει και ως εγκλωβισμένη κάτοικος της Αγίας Τριάδας. Πως είναι η ζωή ενός εγκλωβισμένου και κυρίως ενός κοριτσιού όπως ήσασταν εσείς τότε;
Έµεινα εγκλωβισμένη στο χωριό για ένα χρόνο. Η έλλειψη ελευθερίας, ο κατ’ οίκον περιορισµός, η απαγόρευση κυκλοφορίας, οι έρευνες, οι συλλήψεις, οι κατασχέσεις αντικειμένων, η ελάχιστη επικοινωνία µε τους πρόσφυγες συγγενείς µας, η περιορισμένη διδασκαλία µαθηµάτων λόγω έλλειψης καθηγητών, ήταν µμερικά από τα πάρα πολλά που συνέβησαν. Το πιο επώδυνο όµως ήταν η άγνοια και η απόγνωση που είχαµε για τον αγνοούμενο αδελφό µου. Ως εγκλωβισμένη, κράτησα ημερολόγιο και κατέγραφα όσα µας συνέβαιναν. Το διάβασα ξανά δεκαετίες αργότερα, όταν συνεργάστηκα µε τον Φιλελεύθερο για την έκδοση του. Όλα αυτά που έζησα έµειναν πάντοτε ζωντανά στην µνήµη µου.
-Ως εικαστικός συνδυάζετε την προσωπική σας ιστορία, τα βιώµατα σας µε την τέχνη σας;
Μέσα από την ιστορία του αδελφού σας αναδεικνύεται χιλιάδες άλλες ιστορίες. Ζώντας στην Ολλανδία, όπου ήρθα για να σπουδάσω καλές τέχνες, η δουλειά µου επηρεάστηκε για πολλά χρόνια από αυτό που χαρακτηρίζει το ολλανδικό τοπίο: ο τεράστιος ουρανός µε τις πλούσιες φόρµες και χρώµατα του µε συγκινούσε και µε ενέπνεε για δημιουργία. Ωστόσο, µετά από είκοσι χρόνια, αφού µου επιτραπεί τελικά να επιστρέψω στο σπίτι µου, ο ‘ωραίος ουρανός’ της Ολλανδίας σταμάτησε πια να µ΄ απασχολεί. Σοκαρισμένη από την ζωή στα κατεχόμενα, όπου η ελευθερία είναι περιορισμένη από πολλές απόψεις, αισθάνθηκα την ανάγκη να αντιδράσω και να χρησιμοποιήσω την επαγγελµατική µου καλλιτεχνική πλατφόρμα όχι µόνο για να εκφραστώ, αλλά και για να επιστήσω την προσοχή σε καταστάσεις που δεν θέλω να περνούν απαρατήρητες, όπως η ξεχασμένη κατάσταση των εγκλωβισμένων. Η αγάπη µου για τον τόπο µου αναπόφευκτα συνδέθηκε και µε την τέχνη µου και µε την πολιτική κατάσταση της πατρίδας µου. Μέσα από τα πρότζεκτ (Αχαιών Ακτή/Achaeans Coast, και Σκουριασμένες Μαρτυρίες/Rusted Evidence) προσπάθησα να αναδείξω και ταυτόχρονα να τιµήσω την δύσκολη ζωή των εγκλωβισμένων. Μέσα από τα πορτραίτα τους προσπάθησα να συλλάβω τη µοναξιά τους, την ελπίδα τους, την σιωπηλή αντίσταση τους. Μέσα από φωτογραφικά κολάζ, µε φωτογραφίες από σκουριασμένα, κατεστραμμένα αντικείμενα της καθημερινής τους ζωής, προσπάθησα να δείξω τη φθορά του χρόνου. Αντικείμενα που µε το πέρασµα του χρόνου, όχι µόνο έχουν να πουν πολλά, αλλά και που µμετατρέπονται σε αυτόνοµα τεκμήρια ενός τραυματισμένου παρελθόντος.
-Για ποιο έργο σας επιλέγετε να µιλήσετε και γιατί; Μέσα από την ιστορία του αδελφού σας αναδεικνύετε χιλιάδες άλλες ιστορίες.
Το τελευταίο µου πρότζεκτ, «Πού Ήσουν/Where Have You Been?» είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του αδελφού µου. Ο αγνοούμενος αδελφός µου βρέθηκε σε οµαδικό τάφο και ταυτοποιήθηκε µε τη μέθοδο DNA το 2014, µετά από σαράντα χρόνια. Αυτή η συντριπτική, συναισθηματική εμπειρία µου προκάλεσε την αναγκαιότητα να δημιουργήσω ένα έργο τέχνης, αφιερωμένο σε όλους τους αγνοούμενους της Κύπρου. Παρά την προσωπική µου θλίψη και τις οδυνηρές εμπειρίες µου, θέλησα να ασχοληθώ µε το θέµα µέσα από τη τέχνη, αναλαμβάνοντας έτσι να ευαισθητοποιήσω αυτό το ανθρωπιστικό πρόβληµα. Η ιστορία του αδελφού µου δεν είναι και δεν µπορεί να είναι προσωπική, καθώς συνδέεται µε την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου. Το πρόβληµα των αγνοούμενων έχει συζητηθεί επανειλημμένα από πολιτικούς, αξιωματούχους, διπλωμάτες, κληρικούς, οικογένειες θυµάτων και πολλούς άλλους, αλλά σπάνια έχει αντιμετωπιστεί µέσα από την τέχνη. Δημιουργώντας αυτό το έργο, θέλησα όχι µόνο να προβάλω αισθητικούς τρόπους να βλέπουμε τραγικά γεγονότα και οδυνηρές καταστάσεις αλλά και να δείξω πώς η τέχνη έχει τη δύναµη να ασχολείται µε επώδυνα ερωτήματα, και ταυτόχρονα να πραγματεύεται µε θέµατα ιστορίας, µνήµης, πολιτικής. Το πρότζεκτ παρουσιάστηκε στην Χάγη και στην Λευκωσία και πρόκειται να παρουσιαστεί και στα Ηνωμένα Έθνη στη Γενεύη.
-Πλέον είστε µόνιµη κάτοικος της Χάγης. Υπήρχε κάποιο αντικείμενο που κουβαλάτε µαζί σας, σα «φυλαχτό»;
Ζω στη Χάγη εδώ και σαράντα χρόνια. Εδώ αισθάνομαι άνετα, ελεύθερα, εδώ είναι τα παιδιά µου, οι φίλοι µου, το σπίτι µου. Η έννοια όµως του «σπιτιού» δεν καθορίζεται µόνο από µια γεωγραφική τοποθεσία ή από ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα. Συνδέεται µε ανθρώπους, συναισθήματα, αναµνήσεις και εμπειρίες. Το ‘Σπίτι’ µου για µένα είναι στην Αγία Τριάδα, εκεί που µμεγάλωσα, εκεί που διαμορφώθηκε η ταυτότητα µου. ‘Έστω και αν έζησα εκεί µόνο 18 χρόνια, παρέµεινα στενά συνδεδεμένη µε τις ρίζες µου. Αυτή την έννοια λοιπόν κουβαλάω πάντοτε µέσα µου χωρίς να περιορίζομαι σε υλικά ή απτά αντικείμενα.
Ποια η ιστορία του σπιτιού Λιασή;
Οι γονείς µου έπαιξαν πολύ σηµαντικό ρόλο στη ζωή των εγκλωβισμένων. Όσα χρόνια έζησαν, προσπαθούσαν µε κάθε τρόπο να συμβάλουν στην ειρηνική συμβίωση των εγκλωβισμένων και εποίκων. Ο πατέρας µου, ιδιαίτερα, κατάφερε µε την διπλωματία, το χιούμορ και την καλοσύνη του και κέρδισε την εμπιστοσύνη και το σεβασµό όλων. Από το σπίτι µας πέρασαν χιλιάδες άτοµα, γνωστοί και άγνωστοι για να εξυπηρετηθούν ή απλώς για να πιουν ένα καφέ. Έτσι έγινε το σπίτι ένα κέντρο συνάντησης, ένα ασφαλές και δημοφιλές µέρος όπου οι κάτοικοι και από τις δύο κοινότητες µμπορούσαν να συναντηθούν, να ενημερωθούν, να συζητήσουν. Είναι ένα µέρος, ένα ιερό µέρος θα έλεγα, που έχει γνωρίσει όλη την ιστορία των εγκλωβισμένων.
Ανάκληση µνήµες µέσα από τις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις. Ταξιδέψτε µας στην κατεχόμενη, Αγία Τριάδα, µέσα από τις δικές σας προσωπικές «άγκυρες».
Εδώ θα ήθελα να εκφραστώ µε μερικούς στίχους από διάφορα ποιήματα που έγραψα κάποτε στη ταράτσα του σπιτιού µου.
« Η μυρωδιά από τα λεµονόδενδρα
τα κυκλάμινα ανάµεσα στις πέτρες
σκουριασμένα βαρέλια έργα τέχνης
ανάµεσα σε άγρια λουλούδια και χόρτα.
Ξ ομορφιά της θάλασσας
επισκιάζει
την πίκρα του αποχαιρετισμού
της επόμενης µέρας
ενώ τα περιστέρια πετούν
και ο ήλιος δύει.
Αµυδρά τα λιγοστά φώτα ψηλά στο λόφο
η ηρεµία ενοχλείτε
όχι από τα γαυγίσματα των σκύλων
ή τη προσευχή του ιµάµη απ΄τα µμεγάφωνα
αλλά απ΄ αυτό που περιµένεις
και δεν έρχεται.
Βλέπω τη θάλασσα
και σκέφτοµαι αυτά που δεν έγιναν
κλείνω τα µάτια
και ακούω αυτά που δεν ειπώθηκαν
κάτω από τη χρυσή άμµο
βρίσκονται οι αναµνήσεις κρυµµένες.
Από το παράθυρο µου φαινόταν
κάποτε η θάλασσα
τώρα τα παράνοµα σπίτια
µου κρύβουν τη θέα».