Είναι δημοσιογράφος και εκδότης, και πλέον βρίσκεται στη «μάχη» για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές ως υποψήφιος με την ΕΔΕΚ στη Λευκωσία. Ο λόγος για τον Γιώργο Γεωργίου.
Εργάστηκε σε ραδιόφωνο και σε τηλεοπτικούς σταθμούς, περνώντας από όλες τα πόστα της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας (ρεπόρτερ, αρχισυντάκτης, παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων). Ως πολιτικός συντάκτης, κάλυψε πολλές από τις σημαντικές διεργασίες για το Κυπριακό σε Κύπρο αλλά και εξωτερικό. Από το 2003 είναι εκδότης της ανεξάρτητης εβδομαδιαίας εφημερίδας «Το Κυπριακό Ποντίκι».
Μιλώντας στους ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ανέφερε πως η οποιαδήποτε κομματική ενασχόληση ή ανάμειξή του έχει ένα και μόνο κίνητρο «να μπορέσω μέσα από την κομματική ζωή να είμαι μέρος του αγώνα για επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού και της Κυπριακής Δημοκρατίας, που για εμένα είναι στόχος ζωής», αναφέρει.
Εάν οι πολίτες τον τιμήσουν με τη ψήφο τους και τον αναδείξουν ως εκπρόσωπό τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων το κύριο πράγμα με το οποίο θα ασχοληθεί «είναι η προσπάθεια να περιοριστεί η ασυδοσία των Τραπεζών», εξηγώντας πως θα πρέπει νομοθετικά να προστατευτεί ο δανειολήπτη από την ασυδοσία και την αδηφαγία των Τραπεζών. Επόμενος στόχος για τον κ. Γεωργίου είναι η διασφάλιση μιας «ελληνοκεντρικής, ανθρωποκεντρικής Παιδείας η οποία να μην κατασκευάζει απλώς «αποθηκευτικούς χώρους» γνώσεων αλλά μέσα από το σχολείο να βγαίνουν άτομα που να έχουν βάση την ελευθερία σκέψης και έκφρασης», τονίζει, προσθέτοντας πως ένας άλλος τομέας που τον ενδιαφέρει πάρα πολύ είναι το Περιβάλλον και η ευημερία των ζώων, «γιατί μέσα από αυτά αναδεικνύεται αν ένας λαός έχει σοβαρά θεμέλια επιθυμίας για να συνεχίσει να υπάρχει σε αυτή τη γη ή όχι». Παράλληλα όπως αναφέρει προκύπτουν και πολλά θέματα της καθημερινότητας τα οποία η Νέα Βουλή θα πρέπει να χειρίζεται κάθε μέρα.
Κληθείς να σχολιάσει τον τρόπο χειρισμού της κατάσταση της πανδημίας του κορωνοϊού από την Κυβέρνηση αναφέρει πως «αν με ρωτούσες στο πρώτο κύμα της πανδημίας θα έλεγα ότι μια πρωτόγνωρη, κατάσταση την οποία καμία χώρα δεν έζησε ποτέ, ένας αόρατος επικίνδυνος και ύπουλος εχθρός είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί και δεν θα μηδένιζα αυτά που έπραξε η Κυβέρνηση στο πρώτο κύμα, αντίθετα από το δικό μου μετερίζι είχα στηρίξει την προσπάθεια και δεν ήμουν μηδενιστής σε ότι αφορά λάθη που έγιναν και παραλήψεις που υπήρξαν γιατί ήταν κάτι καινούριο». Όπως εξηγεί, εκείνο που τον εξόργισε, ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο κύμα την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου, παρά την εμπειρία του πρώτου κύματος, «ήταν η αντιφατική συμπεριφορά που επέδειξε η Κυβέρνηση», σημειώνοντας πως «θα μπορούσε κάποια στιγμή εντός Νοεμβρίου να προχωρήσει σε δραστικές ενέργειες με ένα διάταγμα εγκλεισμού καθολικού για μικρό χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να αντιμετωπίσουμε την αρχή του δεύτερου κύματος επιτυχώς, κάτι που δεν έγινε δυστυχώς επειδή ήταν ευάλωτη απέναντι σε πιέσεις εργοδοτικών Οργανισμών».
Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι υπάρχουν πάρα πολλά ζητήματα πλέον στον χειρισμό της πανδημίας, «όμως δεν δικαιολογώ σε καμιά περίπτωση τις ενέργειες άρνησης, αντίδρασης και παρακοής των διαταγμάτων παρά το γεγονός ότι κατανοώ και τη ψυχολογική πίεση και την κούραση που υπέστημεν όλοι μας», τονίζοντας πως δεν υπάρχει περίπτωση να αρέσουν σε όλους όλα τα διατάγματα, όπως και δεν μπορούν να υπάρχουν μέτρα στα δικά μας μέτρα. Ακόμα όμως και μετά από τα τόσα λάθη που χρήζουν βελτίωσης σε πολλούς τομείς και πολλές πτυχές, θεωρώ ότι έχουμε ευθύνη και καθήκον απέναντι στον συνάνθρωπο και τον εαυτό μας να τηρούμε τα διατάγματα. Είναι κανείς που του αρέσει να μένει κλειδωμένος σπίτι; να απέχει από διασκέδαση χαλάρωση, κινηματογράφο, συναυλίες, Πολιτισμό, Θέατρο, Αθλητισμό; Έπρεπε να ήμασταν όλοι μαζί σε αυτό το πράγμα», σημειώνοντας ότι ενώ στο πρώτο κύμα ήμασταν όλοι μαζί και Κυβέρνηση, κόμματα και λαός, στο δεύτερο κύμα η Κυβέρνηση δεν έδειξε σταθερότητα. «Ότι και να γινότανε πίσω από τις κλειστές πόρτες, την ευθύνη για τον χειρισμό της κατάστασης τον έχει η Κυβέρνηση. Στο πρώτο κύμα ήμασταν όλοι πάρα πολύ προσεκτικοί, πειθαρχημένοι, είχαν αρχίσει τα κρούσματα να μειώνονται καταιγιστικά προς τα κάτω, είχαμε τη χαρά να φτάσουμε στα μηδέν κρούσματα και περιμέναμε την άρση των διαταγμάτων, γιατί μετά επικράτησε μια χαλάρωση; Επειδή η Κυβέρνηση έβαλε στη ζυγαριά της Δημόσιας Υγείας και της Οικονομίας κάποια άλλα πράγματα», υποστηρίζει.
Επιπρόσθετα ο κος Γεωργίου αναφέρεται και στο εμβόλιο, σχολιάζοντας πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να περιορίσουμε τον ιό πέραν του εμβολιασμού. «Δεν είμαι επιστήμονας της ιατρικής ή των παραϊατρικών υπηρεσιών για να γνωρίζω αυτά που συζητούνται περί του εμβολίου AstraZeneca για παράδειγμα, ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, όμως ο εμβολιασμός είναι η μοναδική μέθοδος για ν’ αντιμετωπίσουμε την πανδημία και να μειώσουμε όσο περισσότερο γίνεται τις Οικονομικές συνέπειες από την πανδημία», σημειώνει τονίζοντας πως θα έπρεπε να εξευρεθούν οι τρόποι έτσι ώστε να προμηθευτούμε περισσότερα εμβόλια με τα έξοδα που κάνουμε για τα rapid test. «Θεωρώ ότι έπρεπε να επενδύσουμε πολύ περισσότερα στον εμβολιασμό, παρά στα τεστ», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Καταλήγοντας, σχολιάζει επίσης και την άρνηση των νέων να γραφτούν στους εκλογικούς καταλόγους, «κι αν δεν πάνε να ψηφίσουν, κι αν κάτσουν στις 30 Μαΐου σπίτι τους, ή πάνε σε παραλίες και καφετέριες, συνεχίζοντας να βρίζουν τους πολιτικούς, δεν έτσι αλλάζει κάτι», ενώ προσθέτει πως έχουν δίκαιο δυστυχώς αφού αρκετά φαινόμενα διαπλοκής, διαφθοράς, ρουσφετιού και αρκετά φαινόμενα αναξιοκρατίας υπάρχουν στην πολιτική ζωή, «όμως αυτό είναι το Σύστημά μας, αυτή είναι η Δημοκρατία και 56 Βουλευτές θα εκλεγούν, άρα εάν θέλουν να έχουν ρόλο και λόγο στο ποιοι θα είναι αυτοί οι οποίοι θα πάνε στη Βουλή και θα νομοθετούν για το μέλλον τους θα πρέπει να σκεφτούν έτσι ώστε να επιλέξουν ποιους θα ψηφίσουν», σημειώνει, υπογραμμίζοντας πως μπορεί να μην τους εκφράζει ένα κόμμα ή κάποιος υποψήφιος 100%, αλλά μπορούν να τους αξιολογήσουν επιλέγοντας αυτόν που τους εκφράζει το μέγιστον δυνατόν. «Όσο δίκαιο και να έχει η νέα γενιά, εάν δεν γίνουν ενεργοί πολίτες, τουλάχιστον με τη ψήφο τους, δεν θα αλλάξει τίποτα. Υπάρχουν από όλα τα κόμματα άνθρωποι που μπορούν να εμπιστευτούν. Οι νέοι μας, τη σημερινή εποχή, έχουν όλα τα καλά, τα εφόδια, τη φροντίδα, την αγάπη, την προσοχή από τις οικογένειές τους, -οι περισσότεροι τουλάχιστον- έχουν όλη τη δυνατότητα να έχουν επικοινωνία, παραστάσεις και εμπειρίες από άλλες χώρες, από άλλον κόσμο, δεν δικαιολογούνται να τα μηδενίζουν όλα», αναφέρει.